Ζωή, πώς με παράδωσες μ’ ένα φιλί στους δήμιους
και τώρα ακούω το γέλιο σου παντού σαρκαστικό
για μένα, που αποτόλμησα ψευτοευγενείς και τίμιους
μες στη γενιά σου, να τους δω σαν υποστατικό.
Εγώ ήμουν ένας γνήσιος κι άγνωστος της γενιάς σου
κι ήρθα χωρίς απαίτηση, μ’ όλους μαζί κι εγώ
κι ούτε ποτέ σου ζήτησα δείγμα της συμπόνιάς σου
απ’ τα περίσσια χρέη μου, δίκαια ν’ απαλλαγώ.
Μα καθώς ήμουν κύριος άμαθος να δουλεύω
και παιδική γαλήνευεν η δίκαιη μου ψυχή
εκέρδισα το μίσος σου, Ζωή και το πιστεύω
τώρα που η δυστυχία μου στο γέλιο σου αντηχεί.
|
Zoí, pós me parádoses m’ éna filí stus dímius
ke tóra akuo to gélio su pantu sarkastikó
gia ména, pu apotólmisa pseftoevgenis ke tímius
mes sti geniá su, na tus do san ipostatikó.
Egó ímun énas gnísios ki ágnostos tis geniás su
ki írtha chorís apetisi, m’ ólus mazí ki egó
ki ute poté su zítisa digma tis sibóniás su
ap’ ta períssia chréi mu, díkea n’ apallagó.
Ma kathós ímun kírios ámathos na dulevo
ke pedikí galíneven i díkei mu psichí
ekérdisa to mísos su, Zoí ke to pistevo
tóra pu i distichía mu sto gélio su antichi.
|