Μες στα χαλάσματα σε στοίχειωσε η μιλιά μου
μα η ματιά μου παραμένει ζωντανή.
Δε θέλω να ‘μαι ναυαγός στα ψέματά μου
και η ζωή μου να φαντάζει υπερβολή.
Θέλω να ‘ρθώ και να σε βρω γυμνό να στέκεις,
να μου μιλάς μ’ αυτή τη γλώσσα τη στεγνή.
Από τις πρώτες τις σιωπές μου να απέχεις
και η ζωή μου να φαντάζει πιο αγνή.
Κερί που σβήνει και ανάβει μοναχό του,
στάχυ που ανθίζει και μαδάει στα σιωπηλά.
Δε διάλεξα όνειρο να τρέμω στον αχό του
και η ζωή να με κοιτάει απ’τα ψηλά.
Πήρα ένα τρένο με καθρέφτες αγκαλιά μου,
αυτό να τρέχει κι εγώ να σπάω τα είδωλά μου.
Δε θέλω να ‘μαι ναυαγός στα ψέματά μου
και η ζωή του όπως παλιά, ζωή δικιά μου.
|
Mes sta chalásmata se stichiose i miliá mu
ma i matiá mu paraméni zontaní.
De thélo na ‘me nafagós sta psématá mu
ke i zoí mu na fantázi ipervolí.
Thélo na ‘rthó ke na se vro gimnó na stékis,
na mu milás m’ aftí ti glóssa ti stegní.
Apó tis prótes tis siopés mu na apéchis
ke i zoí mu na fantázi pio agní.
Kerí pu svíni ke anávi monachó tu,
stáchi pu anthízi ke madái sta siopilá.
De diáleksa óniro na trémo ston achó tu
ke i zoí na me kitái ap’ta psilá.
Píra éna tréno me kathréftes agkaliá mu,
aftó na tréchi ki egó na spáo ta idolá mu.
De thélo na ‘me nafagós sta psématá mu
ke i zoí tu ópos paliá, zoí dikiá mu.
|