Γρήγορα που σκοτεινιάζει, φθινοπώριασε,
Δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο, χώρια εσέ.
Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου
Προδομένος απομένει ποιος; ο φίλος σου.
Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου
που σου `’μελε να το βρεις απ’ τη γυναίκα σου.
Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου
θα μετράει στα δάχτυλά της η γυναίκα σου.
Άσ’ τον άνεμο να λέει άσ’ τον να φυσά
κάποιος θα `ναι ο Αγαμέμνων κάποια η φόνισσα.
Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις ποιος ο νικητής;
αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης
Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου
που σου `’μελε να το βρεις απ’ τη γυναίκα σου.
Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου
θα μετράει στα δάχτυλά της η γυναίκα σου.
|
Grígora pu skotiniázi, fthinopóriase,
Den antécho tus anthrópus állo, chória esé.
Pu milás ke i níchta klei san to skílo su
Prodoménos apoméni pios; o fílos su.
Agamémnon Agamémnon ámire pu su
pu su `’mele na to vris ap’ ti gineka su.
Ke to éna su Agamémnon ke to déka su
tha metrái sta dáchtilá tis i gineka su.
Άs’ ton ánemo na léi ás’ ton na fisá
kápios tha `ne o Agamémnon kápia i fónissa.
Kápote ki esí tha ftásis pios o nikitís;
allá vasiliás mias chóras akatikitis
Agamémnon Agamémnon ámire pu su
pu su `’mele na to vris ap’ ti gineka su.
Ke to éna su Agamémnon ke to déka su
tha metrái sta dáchtilá tis i gineka su.
|