Άιντε στα ψηλά συννεφάκια
πιάσανε δουλειά τα Ελληνάκια.
Άιντε και αρχίζουνε πορείες,
συνδικαλισμό και απεργίες.
Κάθε Κυριακή μεγαλεία,
παίζει κι από μια κομπανία.
Αχ και ζωγραφίζουν με τα τέλια
Παναγιές, Χριστούς και Ευαγγέλια.
Άιντε θ’ ανέβω προς τα πάνω,
με τους κάτω άλλο δεν κάνω.
Σ’ όλους έχω δώσει, έχω ξεχρεώσει,
άφησα και ρέστα παραπάνω.
Άιντε κι ο Θεός πρώτος πρώτος
μπαίνει στην καρδιά μου πιλότος,
και με φέρνει μέσα στα ταξίδια
στου καπνού σου τα δαχτυλίδια.
Ήρθαν και σε βρήκανε δυο φίλοι
στ’ Άγιου Πέτρου χτες το πετραχήλι.
Ώρες σού μιλούσανε για μένα
κι άνοιγες μπουκάλια παγωμένα.
Άιντε θ’ ανέβω προς τα πάνω,
με τους κάτω άλλο δεν κάνω.
Σ’ όλους έχω δώσει, έχω ξεχρεώσει,
άφησα και ρέστα παραπάνω.
|
Άinte sta psilá sinnefákia
piásane duliá ta Ellinákia.
Άinte ke archízune pories,
sindikalismó ke apergies.
Káthe Kiriakí megalia,
pezi ki apó mia kobanía.
Ach ke zografízun me ta télia
Panagiés, Christus ke Evangélia.
Άinte th’ anévo pros ta páno,
me tus káto állo den káno.
S’ ólus écho dósi, écho ksechreósi,
áfisa ke résta parapáno.
Άinte ki o Theós prótos prótos
beni stin kardiá mu pilótos,
ke me férni mésa sta taksídia
stu kapnu su ta dachtilídia.
Ήrthan ke se vríkane dio fíli
st’ Άgiu Pétru chtes to petrachíli.
Ώres su milusane gia ména
ki ániges bukália pagoména.
Άinte th’ anévo pros ta páno,
me tus káto állo den káno.
S’ ólus écho dósi, écho ksechreósi,
áfisa ke résta parapáno.
|