Ήταν βράδυ Κυριακή
το τοπίο ήταν χακί
μύριζε το χώμα πεύκο απ’ τη βροχή
Δίναμε κι οι δυο παρόν
σε μια σχέση παρελθόν
και σου είπα με κομμάτια την ψυχή
Αύριο, θα φύγω αύριο
Αύριο, πριν είν’ αργά
Αύριο, γιατί η πλήξη μας
άρχισε να με πονά
Φεύγω και παρανομώ
στης ρουτίνας το βωμό
θρύψαλα, κομμάτια κάνω το κενό
Στου κορμιού μας τη γραμμή
δε συμβαίνουν εμπρησμοί
ήσυχη κυλά τα βράδια η ζωή
|
Ήtan vrádi Kiriakí
to topío ítan chakí
mírize to chóma pefko ap’ ti vrochí
Díname ki i dio parón
se mia schési parelthón
ke su ipa me kommátia tin psichí
Avrio, tha fígo avrio
Avrio, prin in’ argá
Avrio, giatí i plíksi mas
árchise na me poná
Fevgo ke paranomó
stis rutínas to vomó
thrípsala, kommátia káno to kenó
Stu kormiu mas ti grammí
de simvenun ebrismi
ísichi kilá ta vrádia i zoí
|