Νέγροι εργάτες και τουρίστες γιαπωνέζοι
τη νυχτερινή κοστολογούσαν μοναξιά τους
του έρωτα οι γριές ιέρειες τους γνέφαν
και τους κατεύθυνε μονάχα η ματιά τους.
Ήσουν κι εσύ ζωντανή κούκλα βιτρίνας
μικρή νεράιδα σε λίμνη του Βορρά
μ` αμηχανία νευρικά χαμογελούσες
θα πρέπει να ‘σουν μόλις μέρες στη δουλειά.
Από το λάγνο βλέμμα τους
μονάχα εσύ ευθύς ξεκαρφωνόσουν
μέχρι που στάθηκες σε μένα προς στιγμήν
για να μ’ αφήσεις βέβαια βιαστικά…
Μα κάτι σκίρτησε μέσα σου το ξέρω
γιατί περίεργα με κοίταξες ξανά.
Άμστερνταμ, Άμστερνταμ κι απόψε με τρομάζεις
Άμστερνταμ, Άμστερνταμ τις μάσκες ξεσκεπάζεις
Άμστερνταμ, Άμστερνταμ να πιω δώσε μου πάλι
μια πεταλούδα κυνηγώ
με παρασέρνει στο κενό και πέφτω στο κανάλι.
Όχι δε θα μπω, όχι δε θα μπω
κι ας έχω τόσα να σε ρωτήσω.
Γιατί κατέληξες εκεί ενώ μπορούσες στη στιγμή
μοντέλο να`σαι ή σταρ.
Έχεις αδέρφια, γονείς που σ`αγαπάνε;
Σ’ απάγγιο στήθος δεν εκούρνιασες ποτέ;
Για σένα όλα τα λεφτά εικόνισμα κι ασημικά
στα πόδια σου τα κάνω
μόνο στα χείλη σου απαλά να σε φιλήσω και μετά
να εξομολογηθώ…
Τις απαντήσεις θα πάρω και θα φύγω
μα όχι δεν μπαίνω, δεν έχω μπει ποτέ…
Με δέχτηκες γλυκά, μου ‘βγαλες το σακάκι
ανέπνευσα βαρειά, ν’ αρχίσω να μιλάω
όμως δεν πρόλαβα ούτε λέξη να ξεστομίσω
γιατί η λευκή σου σάρκα
μου σκέπασε τα πάντα…
Κι έτσι έμαθα κι εγώ στο κόκκινο σοκάκι αυτό
μια νύχτα του Δεκέμβρη
ποτέ μου να μην μπλέκω πια
τα πάθη, τα αισθήματα με τη δουλεία…
Μα, σαν να δάκρυσες μου φάνηκε στην πόρτα
κι έτσι ποιος πρόδωσε ποιον, δεν ξέρω τελικά.
|
Négri ergátes ke turístes giaponézi
ti nichteriní kostologusan monaksiá tus
tu érota i griés iéries tus gnéfan
ke tus katefthine monácha i matiá tus.
Ήsun ki esí zontaní kukla vitrínas
mikrí neráida se límni tu Oorrá
m` amichanía nevriká chamogeluses
tha prépi na ‘sun mólis méres sti duliá.
Apó to lágno vlémma tus
monácha esí efthís ksekarfonósun
méchri pu státhikes se ména pros stigmín
gia na m’ afísis vévea viastiká…
Ma káti skírtise mésa su to kséro
giatí períerga me kitakses ksaná.
Άmsterntam, Άmsterntam ki apópse me tromázis
Άmsterntam, Άmsterntam tis máskes kseskepázis
Άmsterntam, Άmsterntam na pio dóse mu páli
mia petaluda kinigó
me parasérni sto kenó ke péfto sto kanáli.
Όchi de tha bo, óchi de tha bo
ki as écho tósa na se rotíso.
Giatí katélikses eki enó boruses sti stigmí
montélo na`se í star.
Έchis adérfia, gonis pu s`agapáne;
S’ apángio stíthos den ekurniases poté;
Gia séna óla ta leftá ikónisma ki asimiká
sta pódia su ta káno
móno sta chili su apalá na se filíso ke metá
na eksomologithó…
Tis apantísis tha páro ke tha fígo
ma óchi den beno, den écho bi poté…
Me déchtikes gliká, mu ‘vgales to sakáki
anépnefsa variá, n’ archíso na miláo
ómos den prólava ute léksi na ksestomíso
giatí i lefkí su sárka
mu sképase ta pánta…
Ki étsi ématha ki egó sto kókkino sokáki aftó
mia níchta tu Dekémvri
poté mu na min bléko pia
ta páthi, ta esthímata me ti dulia…
Ma, san na dákrises mu fánike stin pórta
ki étsi pios pródose pion, den kséro teliká.
|