Ζω σ’ ένα έργο που πολλές φορές το είδα,
τους θεατές κοιτώ, αντί εμένα αυτοί.
Το Λουμπερόν κάτω απ’ του ήλιου την αχτίδα,
γι’ άλλους βιτρίνα, μα για μένα φυλακή.
Βλέπω διαβάτες βιαστικούς, κουκουλωμένους,
σφίγγει ο Μιστράλ σαν κρύα αγκαλιά,
ο Απρίλης πέρασε κι αργούν οι παπαρούνες,
μα στην πατρίδα μου ανθίσαν για καλά.
Εσύ σκυμμένος σε βιβλία και σε χάρτες,
γυρτά τα δάχτυλα ανιχνεύουν διαδρομές,
και με τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη,
στον υπολογιστή σχεδιάζεις εκρδομές.
Είναι η σειρά μου, βάλε ελληνική κασέτα,
δε θα μ’ αγγίξουνε ποτέ τα γαλλικά.
Ναύλα στο πλοίο με Βιτάλη και Αλεξίου,
εσύ Ανδόρα, Κορσική, εγώ Χανιά.
|
Zo s’ éna érgo pu pollés forés to ida,
tus theatés kitó, antí eména afti.
To Luberón káto ap’ tu íliu tin achtída,
gi’ állus vitrína, ma gia ména filakí.
Olépo diavátes viastikus, kukuloménus,
sfíngi o Mistrál san kría agkaliá,
o Aprílis pérase ki argun i paparunes,
ma stin patrída mu anthísan gia kalá.
Esí skimménos se vivlía ke se chártes,
girtá ta dáchtila anichnevun diadromés,
ke me ta mátia karfoména stin othóni,
ston ipologistí schediázis ekrdomés.
Ine i sirá mu, vále ellinikí kaséta,
de tha m’ angiksune poté ta galliká.
Navla sto plio me Itáli ke Aleksíu,
esí Andóra, Korsikí, egó Chaniá.
|