Λες, δες θες φως…
Μα αν δεις, πεις, στη σκιά του τίποτα
που όλα τόσο ύποπτα, σου χαμογελούν.
Και σκέψου, ακόμα στέκεσαι όρθια
με λίγο χρώμα δε γίνεσαι Θεά.
Δωσ’ το κορμί σου να κάνει τη δουλειά
κι απλά μιμήσου όσα έκανε η μαμά
που σου `κοβε τη φούστα κι ήσουν χρόνια μονάχα 7.
Με μια πομπή, σε μια ανήθικη γιορτή
σου έκοψε τα φτερά.
Μα τι με νοιάζει εγώ περνάω καλά
δεν με τρομάζει η σάπια σου καρδιά
Κι άμα θελήσεις να φτάσεις πιο ψηλά
πρέπει να σκύψεις ακόμη μια φορά.
Δε θα προλάβεις, βιάσου, έχει πάρα πολύ ουρά.
Με τέτοιο φως γίνομαι κι εγώ Θεός κι ύστερα αυτοκτονώ.
Ξεχάστηκες, στην ομορφιά σου θάφτηκες
με τα όνειρά σου βάφτηκες
Κι έπεσες μες στη φωτιά.
|
Les, des thes fos…
Ma an dis, pis, sti skiá tu típota
pu óla tóso ípopta, su chamogelun.
Ke sképsu, akóma stékese órthia
me lígo chróma de ginese Theá.
Dos’ to kormí su na káni ti duliá
ki aplá mimísu ósa ékane i mamá
pu su `kove ti fusta ki ísun chrónia monácha 7.
Me mia pobí, se mia aníthiki giortí
su ékopse ta fterá.
Ma ti me niázi egó pernáo kalá
den me tromázi i sápia su kardiá
Ki áma thelísis na ftásis pio psilá
prépi na skípsis akómi mia forá.
De tha prolávis, viásu, échi pára polí urá.
Me tétio fos ginome ki egó Theós ki ístera aftoktonó.
Ksechástikes, stin omorfiá su tháftikes
me ta ónirá su váftikes
Ki épeses mes sti fotiá.
|