Λένε κι ακούει και χαμογελάει
Λένε κείνοι κι ακούει ο τοίχος μιλάει.
Στο ασανσέρ που είχαν μπει κάποια μέρα
τους είπε “γειά σας” κι άλλο τίποτα πια.
Τους είδε μόνο μια φορά δε συναντήθηκαν ξανά,
μα τους ακούει…
Κάθε πρωί που ξυπνάνε τους ακούει να μιλάνε
φεύγουνε πάλι γυρνάνε, γυρνάει κι αυτός.
Ξέρει τα βράδια πού πάνε και διψάει όταν διψάνε
κι όταν ακούει να γελάνε, γελάει κι αυτός.
Λένε κι ακούει και χαμογελάει.
Λένε εκείνοι κι ακούει ο τοίχος μιλάει.
Απ’ τα μπαλκόνια είπαν μια καλησπέρα
πίσω απ’ τον τοίχο τους, χαθήκαν μετά.
Μετακομίσαν ξαφνικά πως ήταν δε θυμάται πια,
μα τους ακούει…
Κάθε πρωί που ξυπνάνε τους ακούει να μιλάνε
φεύγουνε πάλι γυρνάνε, γυρνάει κι αυτός.
Ξέρει τα βράδια που πάνε και διψάει όταν διψάνε
κι όταν ακούει να γελάνε, γελάει κι αυτός.
|
Léne ki akui ke chamogelái
Léne kini ki akui o tichos milái.
Sto asansér pu ichan bi kápia méra
tus ipe “giá sas” ki állo típota pia.
Tus ide móno mia forá de sinantíthikan ksaná,
ma tus akui…
Káthe pri pu ksipnáne tus akui na miláne
fevgune páli girnáne, girnái ki aftós.
Kséri ta vrádia pu páne ke dipsái ótan dipsáne
ki ótan akui na geláne, gelái ki aftós.
Léne ki akui ke chamogelái.
Léne ekini ki akui o tichos milái.
Ap’ ta balkónia ipan mia kalispéra
píso ap’ ton ticho tus, chathíkan metá.
Metakomísan ksafniká pos ítan de thimáte pia,
ma tus akui…
Káthe pri pu ksipnáne tus akui na miláne
fevgune páli girnáne, girnái ki aftós.
Kséri ta vrádia pu páne ke dipsái ótan dipsáne
ki ótan akui na geláne, gelái ki aftós.
|