Μάτια αδιάφορα, βλέμματα διάφορα,
κοιμάμαι μα βλέπω στον ύπνο μου πάλι,
κορμιά που γυαλίζουνε, τα λάθη κοστίζουνε
στεκομαι στη γωνία με μια όρθια κάννη.
Σε κάτι μέρες, ανέμελες μέρες
με φιλελεύθερες ιδέες του μήνα.
Η μόδα έφτυσε στα μούτρα κι εμένα,
πριν από λίγο θυμάμαι
ήμουν κι εγώ στη βιτρίνα.
Η τύχη δεν ντρέπεται, τη διώχνω μα έρχεται,
στο παιχνίδι μου λέει πως θέλει ξανά να με βάλει.
Μ’ απογοητεύομαι, συνέχεια μπερδεύομαι,
ο κόσμος δε μου ταιριάζει, θα πατήσω γλυκά τη σκανδάλη
|
Mátia adiáfora, vlémmata diáfora,
kimáme ma vlépo ston ípno mu páli,
kormiá pu gialízune, ta láthi kostízune
stekome sti gonía me mia órthia kánni.
Se káti méres, anémeles méres
me fileleftheres idées tu mína.
I móda éftise sta mutra ki eména,
prin apó lígo thimáme
ímun ki egó sti vitrína.
I tíchi den ntrépete, ti dióchno ma érchete,
sto pechnídi mu léi pos théli ksaná na me váli.
M’ apogoitevome, sinéchia berdevome,
o kósmos de mu teriázi, tha patíso gliká ti skandáli
|