Βρε πως την πάθαμε κι οι δυο βραδιάτικα,
σκοτάδι, νύχτα κι άστρα ανοιξιάτικα,
και ο Θεός στον ουρανό μεράκλωσε,
διπλό σεντόνι από το φως μας άπλωσε
και στα μεγάλα του φτερά μας ξάπλωσε,
απάνω στα φιλιά σου.
Κι εγώ που σβήσανε καρδιές για χάρη μου,
γιατί μπερδεύω απόψε το κουβάρι μου
κι ενώ πετούσα εδώ κι εκεί το ζάρι μου,
γυρνάω στην αγκαλιά σου.
Στον ίδιο έρωτα κι οι δυο τα δώσαμε,
αγάπη, πνεύμα, του τα παραδώσαμε
και ο Θεός στον ουρανό τα ρέστα μου
τις προσευχές, τα παρακάλια, πες τα μου,
βρε πως τουμπάρανε τα μανιφέστα μου,
απάνω στα φιλιά σου.
Κι εγώ που σβήσανε καρδιές για χάρη μου,
γιατί μπερδεύω απόψε το κουβάρι μου
κι ενώ πετούσα εδώ κι εκεί το ζάρι μου,
γυρνάω στην αγκαλιά σου.
|
Ore pos tin páthame ki i dio vradiátika,
skotádi, níchta ki ástra aniksiátika,
ke o Theós ston uranó meráklose,
dipló sentóni apó to fos mas áplose
ke sta megála tu fterá mas ksáplose,
apáno sta filiá su.
Ki egó pu svísane kardiés gia chári mu,
giatí berdevo apópse to kuvári mu
ki enó petusa edó ki eki to zári mu,
girnáo stin agkaliá su.
Ston ídio érota ki i dio ta dósame,
agápi, pnevma, tu ta paradósame
ke o Theós ston uranó ta résta mu
tis prosefchés, ta parakália, pes ta mu,
vre pos tubárane ta manifésta mu,
apáno sta filiá su.
Ki egó pu svísane kardiés gia chári mu,
giatí berdevo apópse to kuvári mu
ki enó petusa edó ki eki to zári mu,
girnáo stin agkaliá su.
|