Από το αίμα του ουρανού
έρχετ’ η γλύκα του μελιού
κι από της γης την αγωνία
έμεινε Θείο το πάθος του κορμιού.
Αχ θα πετάξω το σπαθί
άσ’ το μαχαίρι σου κι εσύ,
κάνε τα χέρια σου αγκαλιά
σαν τη γέφυρα που μας τραβάει στη ζωή.
Όπου χτυπήσαν κεραυνοί
τώρα κυλάνε ποταμοί,
με νερό μπορεί να κλείσει κάποτε
τόσων αιώνων η ρωγμή.
Αχ θα πετάξω το σπαθί
άσ’ το μαχαίρι σου κι εσύ,
κάνε τα χέρια σου αγκαλιά
σαν τη γέφυρα που μας
κρατάει στη ζωή.
Για την ειρήνη των θεών
και για τη δόξα των παιδιών
σαν δροσούλα στις αρχές,
πέτρες μας, διάφανο λάμπει το παρόν.
|
Apó to ema tu uranu
érchet’ i glíka tu meliu
ki apó tis gis tin agonía
émine Thio to páthos tu kormiu.
Ach tha petákso to spathí
ás’ to macheri su ki esí,
káne ta chéria su agkaliá
san ti géfira pu mas travái sti zoí.
Όpu chtipísan keravni
tóra kiláne potami,
me neró bori na klisi kápote
tóson eónon i rogmí.
Ach tha petákso to spathí
ás’ to macheri su ki esí,
káne ta chéria su agkaliá
san ti géfira pu mas
kratái sti zoí.
Gia tin iríni ton theón
ke gia ti dóksa ton pedión
san drosula stis archés,
pétres mas, diáfano lábi to parón.
|