Πάλι, απόψε, βρέθηκα εδώ,
έξω απ’ το σπίτι σου, αγρίμι στο σκοτάδι,
η καρδιά κομμάτια, το μυαλό θολό,
όλα εδώ με οδηγούν αυτό το βράδυ.
Άραγε ξέρεις πως για σένα ακόμη ζω,
πως αναπνέω και υπάρχω γιατί υπάρχεις,
άραγε πέρασες ποτέ ό,τι περνώ,
άραγε αγάπησες ποτέ σου για να μάθεις.
Ξημερώνει, έπιασε βροχή,
απ’ το παράθυρο το φως σου είναι σβησμένο,
βράχηκαν τα μάτια, έσπασ’ η φωνή,
και πως να πω πως είμ’ εδώ και περιμένω.
Άραγε ξέρεις πως για σένα ακόμη ζω,
πως αναπνέω και υπάρχω γιατί υπάρχεις,
άραγε πέρασες ποτέ ό,τι περνώ,
άραγε αγάπησες ποτέ σου για να μάθεις.
|
Páli, apópse, vréthika edó,
ékso ap’ to spíti su, agrími sto skotádi,
i kardiá kommátia, to mialó tholó,
óla edó me odigun aftó to vrádi.
Άrage kséris pos gia séna akómi zo,
pos anapnéo ke ipárcho giatí ipárchis,
árage pérases poté ó,ti pernó,
árage agápises poté su gia na máthis.
Ksimeróni, épiase vrochí,
ap’ to paráthiro to fos su ine svisméno,
vráchikan ta mátia, éspas’ i foní,
ke pos na po pos im’ edó ke periméno.
Άrage kséris pos gia séna akómi zo,
pos anapnéo ke ipárcho giatí ipárchis,
árage pérases poté ó,ti pernó,
árage agápises poté su gia na máthis.
|