Οι φίλοι μου είναι κραυγές στη σιωπή
Οι φίλοι μου φώτα κινδύνου στο σκοτάδι
Μόνοι σαν δέντρα των κορφών, σαν προσευχή
Παιδιά που δε γυρίζουνε στο σπίτι τους το βράδυ
Οι πιο πολλοί λατρεύουν τις αργίες
μα οι φίλοι μου μισούν τις Κυριακές
Κρύβονται πίσω από τα φώτα στο λιμάνι
βάζουν φωτιές, βάζουν φωτιές
Σ’ αρπάζει από τα μαλλιά η ασημένια σφήκα
βραδιές, βραδιές και σε τινάζει πάνω
Έκανα δρόμο να σε δω μα δε σε βρήκα
στέκω στις μύτες των ποδιών, μα δε σε φτάνω
Κακή εποχή, κακές στιγμές μου φέρνει
Χώμα μυρίζω, μωβ σκιές, βλέπω θαμπά
Σαν ένα σαπιοκάραβο που στα ρηχά ξεσέρνει
Σαν του Ιούδα φίλημα θα φύγω μακριά
Ξέρεις πως είναι να διαβάζεις στο σκοτάδι
Ξέρεις πως είναι να δακρύζεις στα κρυφά
Φώτα της πόλης και μεγάλοι άδειοι δρόμοι
Τα όνειρα της Κυριακής κοστίζουν ακριβά
|
I fíli mu ine kravgés sti siopí
I fíli mu fóta kindínu sto skotádi
Móni san déntra ton korfón, san prosefchí
Pediá pu de girízune sto spíti tus to vrádi
I pio polli latrevun tis argies
ma i fíli mu misun tis Kiriakés
Krívonte píso apó ta fóta sto limáni
vázun fotiés, vázun fotiés
S’ arpázi apó ta malliá i asiménia sfíka
vradiés, vradiés ke se tinázi páno
Έkana drómo na se do ma de se vríka
stéko stis mítes ton podión, ma de se ftáno
Kakí epochí, kakés stigmés mu férni
Chóma mirízo, mov skiés, vlépo thabá
San éna sapiokáravo pu sta richá ksesérni
San tu Iuda fílima tha fígo makriá
Kséris pos ine na diavázis sto skotádi
Kséris pos ine na dakrízis sta krifá
Fóta tis pólis ke megáli ádii drómi
Ta ónira tis Kiriakís kostízun akrivá
|