Η πόλη κομμάτια σειρήνες χτυπούν
το δάκρυ κυλάει σ’ απρόσωπες κούκλες
Ξορκίζεις τη νύχτα να μοιάζει άλογο
καθώς καλπάζεις στις τρύπιες σου ελπίδες
Τα μάτια σου πύλες καλούν να διαβώ
και να γυρίσω σκισμένες σελίδες
μες τα σοκάκια του αψύχου φως
Απεγνωσμένα ψάχνεις ελπίδες
Τη νύχτα η Αθήνα αλλάζει με μιας
σαν κόκκινα κάρβουνα ανάβουν οι δρόμοι
Σαν μέσα σε λήθη να φεύγουν οι φόβοι
Και να σου ληστεύουν την άδεια ζωή
Χρώματα ανάκατα σε φόντο μολυβί
Πρόσωπα άγνωστα που οδεύουν μπροστά σου
σφαίρες οι ήχοι σφυρίζουν στ’ αυτιά σου
κι εσύ διαβαίνεις με πόδια γυμνά
Χλωμά φεγγάρια ανατέλλουν σαν δέντρα
κι ο γκρίζος ήλιος να καίει την αυγή
φαντάζει απόψε η πόλη αυτή
και σου βαραίνει τον ίσκιο σαν πέτρα
|
I póli kommátia sirínes chtipun
to dákri kilái s’ aprósopes kukles
Ksorkízis ti níchta na miázi álogo
kathós kalpázis stis trípies su elpídes
Ta mátia su píles kalun na diavó
ke na giríso skisménes selídes
mes ta sokákia tu apsíchu fos
Apegnosména psáchnis elpídes
Ti níchta i Athína allázi me mias
san kókkina kárvuna anávun i drómi
San mésa se líthi na fevgun i fóvi
Ke na su listevun tin ádia zoí
Chrómata anákata se fónto moliví
Prósopa ágnosta pu odevun brostá su
sferes i íchi sfirízun st’ aftiá su
ki esí diavenis me pódia gimná
Chlomá fengária anatéllun san déntra
ki o gkrízos ílios na kei tin avgí
fantázi apópse i póli aftí
ke su vareni ton ískio san pétra
|