Ήρθες και κάθισες σαν ποίημα
στις πολυθρόνες της πλατείας
συσκέψεις, συσκέψεις μεγάλες,
κάτι ζητούσε η ματιά σου φύσηξε
ο αέρας στα μαλλιά σου και με σημάδεψες.
Εγώ ήμουν ο αέρας
κι εσύ είχες τα φτερά
την πόρτα σου θ’ ανοίξω
κι ας πληρώσω ακριβά.
Μα ήρθες με βρήκες
σαν τραγούδι να τραγουδήσεις
για ό,τι ωραίο για ό,τι μακρινό.
Ήταν καιρός για ένα πάθος
για μια αμαρτία για ένα λάθος
για ένα μυστικό.
Εγώ ήμουν ο αέρας
κι εσύ είχες τα φτερά
την πόρτα σου θ’ ανοίξω
κι ας πληρώσω ακριβά.
|
Ήrthes ke káthises san piima
stis polithrónes tis platias
sisképsis, sisképsis megáles,
káti zituse i matiá su físikse
o aéras sta malliá su ke me simádepses.
Egó ímun o aéras
ki esí iches ta fterá
tin pórta su th’ anikso
ki as pliróso akrivá.
Ma írthes me vríkes
san tragudi na tragudísis
gia ó,ti oreo gia ó,ti makrinó.
Ήtan kerós gia éna páthos
gia mia amartía gia éna láthos
gia éna mistikó.
Egó ímun o aéras
ki esí iches ta fterá
tin pórta su th’ anikso
ki as pliróso akrivá.
|