Αυτός ο τόπος που μας ματώνει
κι αυτός ο αέρας που μας φαρμακώνει,
με μια σημαία μας έχει ντύσει
μιας ξένης χώρας που έχει χρόνια σβήσει.
Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθιά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δε μας θέλει ακόμα.
Ποιος είμαι κι ήρθα
χωρίς ελπίδα
με μια πατρίδα
σαν την νυχτερίδα
και κυματίζω σαν μια σημαία
μπροστά στην Κίρκη
και στον Οδυσσέα;
Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθιά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δε μας θέλει ακόμα.
|
Aftós o tópos pu mas matóni
ki aftós o aéras pu mas farmakóni,
me mia simea mas échi ntísi
mias ksénis chóras pu échi chrónia svísi.
Aftós o tópos pu échi aniksi
vathiá pigádia ke pikrá na pníksi,
aftós o tópos, aftó to chóma
ke pethaménus de mas théli akóma.
Pios ime ki írtha
chorís elpída
me mia patrída
san tin nichterída
ke kimatízo san mia simea
brostá stin Kírki
ke ston Odisséa;
Aftós o tópos pu échi aniksi
vathiá pigádia ke pikrá na pníksi,
aftós o tópos, aftó to chóma
ke pethaménus de mas théli akóma.
|