Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω βαρεθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Ευρωπαίους, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δε γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας νταντάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
|
Tis kríes ginekes pu me chaidevun,
tus pseftofílus pu me kolakevun,
pu ap’ tus állus then palikariá
ki i ídii ólo lerónun ta vrakiá,
s’ aftín tin póli pu sta dio échi skisti,
tus écho varethi.
Ke péste mu aksízi mia pentára,
ton grafiokratón i fára,
stíni me zílo perissó,
sto svérko tu lau choró,
stis istorías ton chontró to kinití,
tin écho varethi.
Ke ti tha cháname chorís aftus ólus,
tus Evropeus, tus profesórus,
pu kalítera tha ksérane pollá,
an de gemízan oloéna tin kiliá,
ipallilíski fovitsiárides, duli pachii,
tus écho varethi.
Ki i dáskali tis neoleas ntantádes,
kóvun sta métra tus tus mathitádes,
káthe simeas plesiónun tus istus,
me ideódis ipotaktikus,
pu ine sto mialó nothri,
ma ipakoí échun perissí,
tus écho varethi.
Ki o parimiódis mésos anthropákos,
kérdos poté ma apó pathímata chortátos,
pu sinithízi stin káthe vromiá,
arki na échi gemáto ton ntorvá
ki epanastásis st’ ónirá tu anaziti,
ton écho varethi.
Ki i piités me chéri igró,
imnune tis patrídas ton chamó,
kánun me thérmi ta stichiá stichákia,
me tus sofus tu krátus ta ‘chune plakákia,
san chélia gliódika échun pulithi,
tus écho varethi.
Ki i piités me chéri igró,
imnune tis patrídas ton chamó,
kánun me thérmi ta stichiá stichákia,
me tus sofus tu krátus ta ‘chune plakákia,
san chélia gliódika échun pulithi,
tus écho varethi.
San chélia gliódika échun pulithi,
tus écho sichathi.
|