Μου έριξες στα όνειρα φωτιά
και σκάλισες πληγές που με γεράσανε,
δεν έχεις μες στα στήθεια σου καρδιά
τα χείλη σου μονάχα με γελάσανε.
Βαρέθηκα, βαρέθηκα, βαρέθηκα,
να κάνω τον παλιάτσο στην καρδιά μου,
να συγχωρώ τα χάδια σου τα ψεύτικα
και να σε λέω αγάπη κι έρωτά μου,
να συγχωρώ τα χάδια σου τα ψεύτικα
και να σε λέω αγάπη κι έρωτά μου.
Με πέταξες σαν άχρηστο χαρτί
τις ώρες που οι πίκρες μας μαχαίρωναν,
και μέσα στο ποτήρι το κρασί
τα δάκρυα του πόνου μου το νέρωναν.
Βαρέθηκα, βαρέθηκα, βαρέθηκα,
να κάνω τον παλιάτσο στην καρδιά μου,
να συγχωρώ τα χάδια σου τα ψεύτικα
και να σε λέω αγάπη κι έρωτά μου,
να συγχωρώ τα χάδια σου τα ψεύτικα
και να σε λέω αγάπη κι έρωτά μου.
|
Mu érikses sta ónira fotiá
ke skálises pligés pu me gerásane,
den échis mes sta stíthia su kardiá
ta chili su monácha me gelásane.
Oaréthika, varéthika, varéthika,
na káno ton paliátso stin kardiá mu,
na sigchoró ta chádia su ta pseftika
ke na se léo agápi ki érotá mu,
na sigchoró ta chádia su ta pseftika
ke na se léo agápi ki érotá mu.
Me pétakses san áchristo chartí
tis óres pu i píkres mas macheronan,
ke mésa sto potíri to krasí
ta dákria tu pónu mu to néronan.
Oaréthika, varéthika, varéthika,
na káno ton paliátso stin kardiá mu,
na sigchoró ta chádia su ta pseftika
ke na se léo agápi ki érotá mu,
na sigchoró ta chádia su ta pseftika
ke na se léo agápi ki érotá mu.
|