Βαθιά η πληγή μου, βαθιά,
δε θα τη βρεις.
Τα βράδια κλείνει νωρίς.
Και πως να μετρήσεις
με τέτοιες ειδήσεις
τις χάντρες της προσευχής;
Σμύρνα, λιβάνι και χρυσό
δε μου ’φερες σαν το Χριστό
κι όλα στη μέση.
Σ’ ένα πουκάμισο αδειανό
και σ’ ένα “όχι” ηρωικό
ποιος να χωρέσει;
Νύχτα καμένη από φιλιά,
απ’ το γιατί στο πουθενά
και πάλι πίσω.
Κι αφού ήταν έτσι τυχερό
να μου φορτώσεις το σταυρό,
πες μου, καρδιά μου,
πως μπορώ να σ’ αναστήσω.
Μακριά η καρδιά μου, μακριά,
μην προσπαθείς.
Δε φταίω ό,τι κι αν πεις.
Και ποιος να αντέξει
απόψε να παίξει
το ίδιο παιχνίδι; Κανείς!
|
Oathiá i pligí mu, vathiá,
de tha ti vris.
Ta vrádia klini norís.
Ke pos na metrísis
me téties idísis
tis chántres tis prosefchís;
Smírna, liváni ke chrisó
de mu ’feres san to Christó
ki óla sti mési.
S’ éna pukámiso adianó
ke s’ éna “óchi” irikó
pios na chorési;
Níchta kaméni apó filiá,
ap’ to giatí sto puthená
ke páli píso.
Ki afu ítan étsi ticheró
na mu fortósis to stavró,
pes mu, kardiá mu,
pos boró na s’ anastíso.
Makriá i kardiá mu, makriá,
min prospathis.
De fteo ó,ti ki an pis.
Ke pios na antéksi
apópse na peksi
to ídio pechnídi; Kanis!
|