Στο συρτάρι χαρές, ωραίες Κυριακές
που έγιναν σκιές και χάθηκαν στο χθες.
Ήσουν φως, του έρωτα Θεός
μα πέρασε ο καιρός και έγινες καημός.
Βραδιάζει και ζητάω
τα δυο σου χέρια να βρω, τη ζεστασιά,
χαράζει και πονάω
που θα ξυπνήσεις σ’ άλλη αγκαλιά.
Μόνη κι άλλο πρωινό σε σπίτι αδειανό
σε ζητώ σ’ αγαπώ
Στο συρτάρι το ανοιχτό το γράμμα το παλιό
κοιτάζω κι απορώ πώς φτάσαμε εδώ.
Γράφεις για, για ταξίδια μαγικά,
μου έταζες χαρά μα έγινες θηλιά.
Βραδιάζει και ζητάω
τα δυο σου χέρια να βρω, τη ζεστασιά,
χαράζει και πονάω
που θα ξυπνήσεις σ’ άλλη αγκαλιά.
Μόνη κι άλλο πρωινό σε σπίτι αδειανό
σε ζητώ σ’ αγαπώ
Βραδιάζει και ζητάω
τα δυο σου χέρια να βρω, τη ζεστασιά,
χαράζει και πονάω
που θα ξυπνήσεις σ’ άλλη αγκαλιά.
|
Sto sirtári charés, orees Kiriakés
pu éginan skiés ke cháthikan sto chthes.
Ήsun fos, tu érota Theós
ma pérase o kerós ke égines kaimós.
Oradiázi ke zitáo
ta dio su chéria na vro, ti zestasiá,
charázi ke ponáo
pu tha ksipnísis s’ álli agkaliá.
Móni ki állo prinó se spíti adianó
se zitó s’ agapó
Sto sirtári to anichtó to grámma to palió
kitázo ki aporó pós ftásame edó.
Gráfis gia, gia taksídia magiká,
mu étazes chará ma égines thiliá.
Oradiázi ke zitáo
ta dio su chéria na vro, ti zestasiá,
charázi ke ponáo
pu tha ksipnísis s’ álli agkaliá.
Móni ki állo prinó se spíti adianó
se zitó s’ agapó
Oradiázi ke zitáo
ta dio su chéria na vro, ti zestasiá,
charázi ke ponáo
pu tha ksipnísis s’ álli agkaliá.
|