Ανεβαίνω μια σκάλα με πολλά σκαλοπάτια
κάνει ζέστη πολύ και ο ιδρώτας στα μάτια
μου θυμίζει πως δεν πρέπει να το παρακάνω
τι να κάνω ο φτωχός; Δεν μπορώ να ανασάνω.
Απ’ τη μία που λες τα τσιγάρα κομμένα,
απ’ την άλλη τα ξίδια είναι απαγορευμένα.
Τις γυναίκες με μέτρο πρέπει τώρα να αγγίζω
και τους άλλους πειρασμούς πρέπει να τους ξορκίζω.
Μα δε θέλω γιατρέ μου καμιά νοσοκόμα
θέλω βρώμικα φιλιά να μου ζεστάνουν το σώμα,
ναι δε θέλω γιατρέ μου καμιά νοσοκόμα
θέλω βρώμικα φιλιά να μου ζεστάνουν το σώμα.
Προχωράω ως τη σάλα, συναντάω τα κορίτσια
που ντυμένα όπως θέλω αρχινάνε τα καπρίτσια.
Λίγο κούνημα μόρτη έτσι, για να σ’ ανάψω
μιας και έχεις καημούς άφησέ με να ψάξω.
Κάτω κάτω απ’ τα ρούχα σου που σε στολίζουν
τι να κρύβεις μωρό μου και στιγμές σου γυρίζουν;
Μα δε θέλω αδερφούλα μου καμία Μαντόνα,
δώσ’ μου βρώμικα φιλιά να μου ζεστάνουν το σώμα.
|
Aneveno mia skála me pollá skalopátia
káni zésti polí ke o idrótas sta mátia
mu thimízi pos den prépi na to parakáno
ti na káno o ftochós; Den boró na anasáno.
Ap’ ti mía pu les ta tsigára komména,
ap’ tin álli ta ksídia ine apagorevména.
Tis ginekes me métro prépi tóra na angizo
ke tus állus pirasmus prépi na tus ksorkízo.
Ma de thélo giatré mu kamiá nosokóma
thélo vrómika filiá na mu zestánun to sóma,
ne de thélo giatré mu kamiá nosokóma
thélo vrómika filiá na mu zestánun to sóma.
Prochoráo os ti sála, sinantáo ta korítsia
pu ntiména ópos thélo archináne ta kaprítsia.
Lígo kunima mórti étsi, gia na s’ anápso
mias ke échis kaimus áfisé me na psákso.
Káto káto ap’ ta rucha su pu se stolízun
ti na krívis moró mu ke stigmés su girízun;
Ma de thélo aderfula mu kamía Mantóna,
dós’ mu vrómika filiá na mu zestánun to sóma.
|