Κάθε που βραδιάζει γύρω μου σιωπή,
χρώματα αλλάζει τ’ άγραφο χαρτί,
ψάχνω τη μορφή σου και σ’ αναζητώ,
κάτι από σένα για να κρατηθώ.
Κάθε που βραδιάζει, ώρα σκοτεινή,
μέσα απ’ την καρδιά μου μια μικρή φωνή
λέει “σ’ αγαπάω, δεν μπορώ αλλιώς
έστω κι αν ο τρόπος φαίνεται παλιός”.
Δεν μπορώ πια να φωνάζω,
λόγια να ταιριάζω, να σου τραγουδώ.
Της ψυχής μου το μελάνι
μόνο του δε φτάνει να σε φέρει εδώ.
Σκόρπιες συζητήσεις, νόημα μηδέν,
τόσες εξηγήσεις και στο τέλος δεν,
δεν, δεν τα καταφέρνω να σου πω, γιατί
όταν σε κοιτάζω είναι σαν γιορτή.
Αστραπές της νύχτας κομματιάζουνε
το χαμόγελό σου και σ’ αλλάζουνε,
μένω παγωμένος και μια μουσική
με καταδικάζει πάλι φυλακή.
Δεν μπορώ πια να φωνάζω,
λόγια να ταιριάζω, να σου τραγουδώ.
Της ψυχής μου το μελάνι
μόνο του δε φτάνει να σε φέρει εδώ.
Δεν μπορώ πια να φωνάζω,
λόγια να ταιριάζω, να σου τραγουδώ,
της ψυχής μου το μελάνι,
μόνο του δε φτάνει να σε φέρει εδώ.
|
Káthe pu vradiázi giro mu siopí,
chrómata allázi t’ ágrafo chartí,
psáchno ti morfí su ke s’ anazitó,
káti apó séna gia na kratithó.
Káthe pu vradiázi, óra skotiní,
mésa ap’ tin kardiá mu mia mikrí foní
léi “s’ agapáo, den boró alliós
ésto ki an o trópos fenete paliós”.
Den boró pia na fonázo,
lógia na teriázo, na su tragudó.
Tis psichís mu to meláni
móno tu de ftáni na se féri edó.
Skórpies sizitísis, nóima midén,
tóses eksigísis ke sto télos den,
den, den ta kataférno na su po, giatí
ótan se kitázo ine san giortí.
Astrapés tis níchtas kommatiázune
to chamógeló su ke s’ allázune,
méno pagoménos ke mia musikí
me katadikázi páli filakí.
Den boró pia na fonázo,
lógia na teriázo, na su tragudó.
Tis psichís mu to meláni
móno tu de ftáni na se féri edó.
Den boró pia na fonázo,
lógia na teriázo, na su tragudó,
tis psichís mu to meláni,
móno tu de ftáni na se féri edó.
|