Δε θέλω, μάγκα, να περνάς από τη γειτονιά μου, γιατί σε βλέπει η μάνα μου και καίει την καρδιά μου. Αν δε σε δω, βρε κούκλα μου, γλυκιά παρηγοριά μου, δε μου περνάει ο πόνος μου που έχω στην καρδιά μου.
Τι να σου κάνω, μάγκα μου, που βλέπει και γκρινιάζει, δε θέλω να τον αγαπάς, μου λέει και φωνάζει. Μην την ακούς, τα ξέχασε τα νιάτα τα δικά της, κάθε βραδάκι που `δινε τα ολόγλυκα φιλιά της.
Όλα τα ξέρω, μάγκα μου, μα τι μπορώ να κάνω, αφού δε θέλει να σε ιδώ, τον πόνο μου να γιάνω. Αχ, ένα βράδυ, έννοια σου, θα μπω στην κάμαρά σου και θα σε πάρω, κούκλα μου, κρυφά από τη μαμά σου.
Και τότε που θα σμίξουμε, δε θα πονεί η καρδιά μας και μια χαρά θ’ αλλάξουμε τα μαγικά φιλιά μας.
|
De thélo, mágka, na pernás apó ti gitoniá mu, giatí se vlépi i mána mu ke kei tin kardiá mu. An de se do, vre kukla mu, glikiá parigoriá mu, de mu pernái o pónos mu pu écho stin kardiá mu.
Ti na su káno, mágka mu, pu vlépi ke gkriniázi, de thélo na ton agapás, mu léi ke fonázi. Min tin akus, ta kséchase ta niáta ta diká tis, káthe vradáki pu `dine ta ológlika filiá tis.
Όla ta kséro, mágka mu, ma ti boró na káno, afu de théli na se idó, ton póno mu na giáno. Ach, éna vrádi, énnia su, tha bo stin kámará su ke tha se páro, kukla mu, krifá apó ti mamá su.
Ke tóte pu tha smíksume, de tha poni i kardiá mas ke mia chará th’ alláksume ta magiká filiá mas.
|