Τ’ αγριοπερίστερα
ξύπνησαν κι ύστερα
πέταξαν στ’ άγρια
τα λημέρια του νου.
Γίνηκαν θύμησες,
μου ‘παν πως γύρισες
κι εγώ γινόμουνα
αϊτός του βουνού.
Δεν ήταν όνειρο.
Μα, πως γελάστηκα
κι αποξεχάστηκα
πλάι στο Θεό.
Νύχτες μαγιάτικες,
δρόμοι που διάβηκες
και δρόμους που έκανα,
για να σε βρω.
Φεγγοβολούσανε
και τραγουδούσανε,
καθώς πετούσανε
πλάι στον αϊτό.
Μα εκείνος άπλωνε
κι όλο μεγάλωνε.
Σε λίγο αγκάλιαζε
τον ουρανό.
Τότε, πως τρόμαξα!
Κι σένα φώναξα.
Άγριο παιχνίδι
μας παίζ’ η ζωή.
Τ’ αγριοπερίστερα
κούρνιασαν κι ύστερα
ξαναγυρίσανε
στη φυλακή.
Χρώματα, ονόματα,
μάτια και σώματα.
Αγάπες, μίση,
καπνός και φωτιά.
Τόποι ανιστόρητοι,
καρδιά μου αθώρητη.
Ζωή, που χάθηκες
για πάντα πια.
Χρόνια που γνέθουνε,
τη μοίρα πλέκουνε.
Κι εμείς χανόμαστε
σαν τα πουλιά.
Τόποι ανιστόρητοι,
καρδιά μου αθώρητη.
Ζωή, που μου `φυγες
για πάντα πια.
Τόποι ανιστόρητοι,
καρδιά μου αθώρητη.
Ζωή, που μου `φυγες
για πάντα πια.
|
T’ agrioperístera
ksípnisan ki ístera
pétaksan st’ ágria
ta liméria tu nu.
Ginikan thímises,
mu ‘pan pos girises
ki egó ginómuna
aitós tu vunu.
Den ítan óniro.
Ma, pos gelástika
ki apoksechástika
plái sto Theó.
Níchtes magiátikes,
drómi pu diávikes
ke drómus pu ékana,
gia na se vro.
Fengovolusane
ke tragudusane,
kathós petusane
plái ston aitó.
Ma ekinos áplone
ki ólo megálone.
Se lígo agkáliaze
ton uranó.
Tóte, pos trómaksa!
Ki séna fónaksa.
Άgrio pechnídi
mas pez’ i zoí.
T’ agrioperístera
kurniasan ki ístera
ksanagirísane
sti filakí.
Chrómata, onómata,
mátia ke sómata.
Agápes, mísi,
kapnós ke fotiá.
Tópi anistóriti,
kardiá mu athóriti.
Zoí, pu cháthikes
gia pánta pia.
Chrónia pu gnéthune,
ti mira plékune.
Ki emis chanómaste
san ta puliá.
Tópi anistóriti,
kardiá mu athóriti.
Zoí, pu mu `figes
gia pánta pia.
Tópi anistóriti,
kardiá mu athóriti.
Zoí, pu mu `figes
gia pánta pia.
|