Σας βαρέθηκα όλους, μικρούς, μεγάλους, όλους
δυο πρόσωπα, δυο κόσμοι, δυο ψυχές και δύο ρόλους
Ανθρώπους ψεύτες γύρω μου, δήθεν ονειροπόλους,
περήφανους που ξέρουν μοναχά να γλείφουν κώλους.
Συχνά αναρωτιέμαι στον καθρέφτη που κοιτιέμαι
γκρεμός μπροστά μου οι σκέψεις, γλιστράω και κρεμιέμαι
Απόψε δεν κρατιέμαι, ο φόβος έχει φτάσει
τη ψυχή μου, του ανοίγει και του λέει να περάσει.
Μόνος μου κι απόψε δεν έχω εδώ κανένα
μια στοίβα από χαρτιά, μελάνι και μια πένα,
μια πένα που δε γράφει για να χαράζει παθιασμένα
όπως χαράζει ο χρόνος τις ρυτίδες του σε μένα.
Μάνα μου γερνάω κι αντιδράω μ’ αυτόν τον τρόπο και ξεχνάω
το φόβο αυτόν που νιώθω τη μορφή σου όταν κοιτάω
και ξέρω θα μου φύγεις κάποια μέρα και μεθάω.
Πες με δειλό, πες με ό,τι θες, τ’ ομολογώ ότι πονάω
μάνα γερνάω και θα φύγω, δεν ξέρω πού θα πάω,
αλλά για πάντα θα ‘μαι ο γιος σου, παντοτινά θα σ’ αγαπάω.
Δεν υπάρχουν άλλες λέξεις στο μυαλό μου
οι σκέψεις πέφτουν σαν βροχή.
Περπατώ και δε μιλάω,
μόνος τραγουδάω μέσα στη σιωπή.
Δεν πουλήθηκα ποτέ από το όραμά μου
απλώς στα μάτια κοίταξα τη ζωή μπροστά μου
και λόγια είπα φιλικά στον τύπο στον καθρέφτη
Κατάλαβα πως τελικά δεν κοίταζα έναν ψεύτη.
Πες μου ένα λόγο να μιλάω για αγάπες, για λουλούδια
ενώ στον δρόμο αγγελούδια περπατούν μονάχα
ζητώντας τώρα τα ευρώ για το ψωμί τους τάχα,
θύματα άκαρδου πατέρα ή και όχι
που να πουλήσει τις ψυχές τους τίποτα δεν το ‘χει.
Βαρέθηκα τα πάντα, βαρέθηκα τους όλους
ίδιους ντυμένους, βαμμένους, μοδάτους,
χλιδάτους, γαμάτους φλώρους
Πήρανε ρόλους με ορθάνοιχτους κώλους.
Μιλάω άσχημα γιατί μ’ ανάγκασαν
αυτά με χάλασαν, τ’ αφτιά δεν άντεξαν, τα σχέδια άλλαξαν
Αντίο στα παιδιά που χάθηκαν και τη ζωή του άφησαν.
Τώρα πόσοι από εσάς τη μουσική μας αγάπησαν;
Με φθόνο μας κοιτούν, προβλέπουνε το τέλος
πως τον ήχο της γενιάς θα κόψει ένα βέλος.
Είναι ηλίθιο, διαβάστε την πορεία
κι αν έχουμε άδικο θα φανεί στη ιστορία.
Δεν υπάρχουν άλλες λέξεις στο μυαλό μου
οι σκέψεις πέφτουν σαν βροχή.
Περπατώ και δε μιλάω,
μόνος τραγουδάω μέσα στη σιωπή.
|
Sas varéthika ólus, mikrus, megálus, ólus
dio prósopa, dio kósmi, dio psichés ke dío rólus
Anthrópus pseftes giro mu, díthen oniropólus,
perífanus pu ksérun monachá na glifun kólus.
Sichná anarotiéme ston kathréfti pu kitiéme
gkremós brostá mu i sképsis, glistráo ke kremiéme
Apópse den kratiéme, o fóvos échi ftási
ti psichí mu, tu anigi ke tu léi na perási.
Mónos mu ki apópse den écho edó kanéna
mia stiva apó chartiá, meláni ke mia péna,
mia péna pu de gráfi gia na charázi pathiasména
ópos charázi o chrónos tis ritídes tu se ména.
Mána mu gernáo ki antidráo m’ aftón ton trópo ke ksechnáo
to fóvo aftón pu niótho ti morfí su ótan kitáo
ke kséro tha mu fígis kápia méra ke metháo.
Pes me diló, pes me ó,ti thes, t’ omologó óti ponáo
mána gernáo ke tha fígo, den kséro pu tha páo,
allá gia pánta tha ‘me o gios su, pantotiná tha s’ agapáo.
Den ipárchun álles léksis sto mialó mu
i sképsis péftun san vrochí.
Perpató ke de miláo,
mónos tragudáo mésa sti siopí.
Den pulíthika poté apó to óramá mu
aplós sta mátia kitaksa ti zoí brostá mu
ke lógia ipa filiká ston típo ston kathréfti
Katálava pos teliká den kitaza énan psefti.
Pes mu éna lógo na miláo gia agápes, gia luludia
enó ston drómo angeludia perpatun monácha
zitóntas tóra ta evró gia to psomí tus tácha,
thímata ákardu patéra í ke óchi
pu na pulísi tis psichés tus típota den to ‘chi.
Oaréthika ta pánta, varéthika tus ólus
ídius ntiménus, vamménus, modátus,
chlidátus, gamátus flórus
Pírane rólus me orthánichtus kólus.
Miláo áschima giatí m’ anágkasan
aftá me chálasan, t’ aftiá den ánteksan, ta schédia állaksan
Antío sta pediá pu cháthikan ke ti zoí tu áfisan.
Tóra pósi apó esás ti musikí mas agápisan;
Me fthóno mas kitun, provlépune to télos
pos ton ícho tis geniás tha kópsi éna vélos.
Ine ilíthio, diaváste tin poria
ki an échume ádiko tha fani sti istoría.
Den ipárchun álles léksis sto mialó mu
i sképsis péftun san vrochí.
Perpató ke de miláo,
mónos tragudáo mésa sti siopí.
|