Πέρα από τα κόκκινα, πέρα από τα μαύρα
έφτασα ως εδώ δίχως ώριμο καρπό
τίποτα δεν ζήλεψα, τίποτα δεν πήρα
πέφτω και πετώ τη σκιά μου κυνηγώ
Δένδρο μου αγέρωχο, δένδρο μου κομμένο
μες στο φως ανήμερο, μες στο φως καμμένο
απ’ τη μια τινάζεσαι και ουρανό ανεβαίνεις
κι απ’ την άλλη γίνεσαι μια σταλιά και γέρνεις
Ίσια κι ανάποδα μες στον ίδιο δρόμο
ξένος και γνωστός είναι ο ίδιος μου εαυτός
πέρα από τις θάλασσες, πέρα απ’ τα ποτάμια
ο ξενιτεμός δρόμος μου μοναδικός
Δένδρο μου αγέρωχο, δένδρο μου κομμένο
μες στο φως ανήμερο, μες στο φως καμμένο
απ’ τη μια τινάζεσαι και ουρανό ανεβαίνεις
κι απ’ την άλλη γίνεσαι μια σταλιά και γέρνεις
|
Péra apó ta kókkina, péra apó ta mavra
éftasa os edó díchos órimo karpó
típota den zílepsa, típota den píra
péfto ke petó ti skiá mu kinigó
Déndro mu agérocho, déndro mu komméno
mes sto fos anímero, mes sto fos kamméno
ap’ ti mia tinázese ke uranó anevenis
ki ap’ tin álli ginese mia staliá ke gérnis
Ίsia ki anápoda mes ston ídio drómo
ksénos ke gnostós ine o ídios mu eaftós
péra apó tis thálasses, péra ap’ ta potámia
o ksenitemós drómos mu monadikós
Déndro mu agérocho, déndro mu komméno
mes sto fos anímero, mes sto fos kamméno
ap’ ti mia tinázese ke uranó anevenis
ki ap’ tin álli ginese mia staliá ke gérnis
|