Δεν έχω μάθει ξένα όνειρα να κλέβω,
να λέω λόγια που ποτέ δεν τα πιστεύω,
τι σε πειράζει τώρα που ‘σαι μακριά μου
αν ζω εγώ στη μοναξιά μου,
και αν πονώ που σ’ αγαπώ, δικαίωμά μου.
Δικαίωμά μου να πονώ, δικαίωμά μου,
γιατί ακόμα σ’ αγαπώ με την καρδιά μου,
δικαίωμά σου τα φιλιά σου να μοιράζεις,
όμως εμένα δεν μπορείς να με δικάζεις.
Εσύ μου είπες ένα αντίο τελευταίο,
και τι σε νοιάζει αν πονώ, αν καταρρέω,
εγώ δεν κρύβω της καρδιάς τα μυστικά μου
δεν σ’ ενοχλώ στη μοναξιά μου,
και αν πονώ που σ’ αγαπώ, δικαίωμά μου.
Δικαίωμά μου να πονώ, δικαίωμά μου,
γιατί ακόμα σ’ αγαπώ με την καρδιά μου,
δικαίωμά σου τα φιλιά σου να μοιράζεις,
όμως εμένα δεν μπορείς να με δικάζεις.
|
Den écho máthi kséna ónira na klévo,
na léo lógia pu poté den ta pistevo,
ti se pirázi tóra pu ‘se makriá mu
an zo egó sti monaksiá mu,
ke an ponó pu s’ agapó, dikeomá mu.
Dikeomá mu na ponó, dikeomá mu,
giatí akóma s’ agapó me tin kardiá mu,
dikeomá su ta filiá su na mirázis,
ómos eména den boris na me dikázis.
Esí mu ipes éna antío telefteo,
ke ti se niázi an ponó, an katarréo,
egó den krívo tis kardiás ta mistiká mu
den s’ enochló sti monaksiá mu,
ke an ponó pu s’ agapó, dikeomá mu.
Dikeomá mu na ponó, dikeomá mu,
giatí akóma s’ agapó me tin kardiá mu,
dikeomá su ta filiá su na mirázis,
ómos eména den boris na me dikázis.
|