Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ’ έπλασες
γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές
ανάμεσ’ από των γιαλών τα καλωσόρισες
φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο.
Άπλωσε μια πρασιά στοργής
για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του.
Ν’ ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες,
τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι
για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος.
Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη
φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.
Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου, την αχτίδα,
που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά.
Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα.
Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε
σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.
Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη,
διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή.
Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος.
Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα.
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.
|
Méra stilpní achiváda tis fonís pu m’ éplases
gimnón na perpató stis kathimerinés mu Kiriakés
anámes’ apó ton gialón ta kalosórises
físa ton protognóristo ánemo.
Άplose mia prasiá storgís
gia na kilísi o ílios to kefáli tu.
N’ anápsi me ta chilia tu tis paparunes,
tis paparunes pu tha drépsun i perífani ánthropi
gia na min ine állo simádi sto gimnó tus stíthos.
Apó to ema tis apsifisiás pu kségrapse ti thlípsi
ftánontas os ti mními tis eleftherías.
Ipa ton érota tin igia tu ródu, tin achtída,
pu monáchi olóisa vríski tin kardiá.
Tin Elláda pu me siguriá patái sti thálassa.
Tin Elláda pu me taksidevi pántote
se gimná chionódoksa vuná.
Díno to chéri sti dikeosíni,
diáfani kríni korifea pigí.
O uranós mu ine vathís ki anállachtos.
Ό,ti agapó genniéte adiákopa.
Ό,ti agapó vrískete stin archí tu pánta.
|