Χύνονται δάκρυα
απ’ τα μάτια σου διάφανα
κυλάνε σαν δρόμοι στο κορμί σου
άλογα τρέχουν μες στη σκέψη σου
όμορφη μοιάζεις
όταν σπαράζεις.
Χύνονται δάκρυα απ’ τη μορφή σου
σαν πεταμένα τζαμάκια
στη λάσπη φεγγίζουν
πόνος που τρέχει ποτάμι
στα στήθια σου
μόνο τ’ αστέρια πια τα μάτια σου φωτίζουν.
Αλμύρα θάλασσα
πάνω στα χείλη
χύνονται όνειρα κι αγάπες
και λίγο μόνο μ’ ανακουφίζουν
δάκρυα, φωτιά, δυνατά.
|
Chínonte dákria
ap’ ta mátia su diáfana
kiláne san drómi sto kormí su
áloga tréchun mes sti sképsi su
ómorfi miázis
ótan sparázis.
Chínonte dákria ap’ ti morfí su
san petaména tzamákia
sti láspi fengizun
pónos pu tréchi potámi
sta stíthia su
móno t’ astéria pia ta mátia su fotízun.
Almíra thálassa
páno sta chili
chínonte ónira ki agápes
ke lígo móno m’ anakufízun
dákria, fotiá, dinatá.
|