Χτύπησε δώδεκα ακριβώς
της πίκρας το ρολόι
Δεν το χωράει το μυαλό
πώς φτάσαμε ως εδώ
Κι αν ζούμε τώρα χωριστά
δεν είμαστε αθώοι
Παίξαμε μάτια μου γλυκά
και χάσαμε κι οι δυο
Χτύπησε δώδεκα ακριβώς
μεσάνυχτα Σαββάτου
Λείπεις και θύμωσε ο Θεός
και βρέχει συνεχώς
Κλείσαν οι πόρτες της ζωής
κι ανοίξαν του θανάτου
Κι εγώ στην άκρη του γκρεμού
σε ψάχνω σαν τρελός
Σαν τρελός σαν μεθυσμένος
σε ζητώ βράδυ πρωί
Μακριά σου είν’ αρρώστια η ζωή
Σαν τρελός σαν μεθυσμένος
σου ζητώ να ξαναρθείς
Να σκοτώνεις τόση αγάπη πώς μπορείς
Χτύπησε δώδεκα ακριβώς
ποιος ξέρει πού κοιμάσαι
Τώρα που σβήνω απ’ τον καημό
ποιος ξέρει πού γυρνάς
Ζούμε σαν ξένοι τώρα πια
μα θέλω να θυμάσαι
Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ
εσύ θα με πονάς
|
Chtípise dódeka akrivós
tis píkras to rolói
Den to chorái to mialó
pós ftásame os edó
Ki an zume tóra choristá
den imaste athói
Peksame mátia mu gliká
ke chásame ki i dio
Chtípise dódeka akrivós
mesánichta Savvátu
Lipis ke thímose o Theós
ke vréchi sinechós
Klisan i pórtes tis zoís
ki aniksan tu thanátu
Ki egó stin ákri tu gkremu
se psáchno san trelós
San trelós san methisménos
se zitó vrádi pri
Makriá su in’ arróstia i zoí
San trelós san methisménos
su zitó na ksanarthis
Na skotónis tósi agápi pós boris
Chtípise dódeka akrivós
pios kséri pu kimáse
Tóra pu svíno ap’ ton kaimó
pios kséri pu girnás
Zume san kséni tóra pia
ma thélo na thimáse
Όpu vrethó ki ópu stathó
esí tha me ponás
|