Βαθιά μεσάνυχτα στην πίστα τραγουδούσες
με το μικρόφωνο σφιγμένο στη γροθιά
και σαν πυγμάχος γερασμένος απειλούσες
το χάρο π’ ανταμώσανε πέντε- έξι χασικλήδες μια βραδιά.
Το νυχτωμένο βλέμμα σου αλλού ταξιδεμένο
μες στ’ άσπρο σου πουκάμισο και το αργό μεθύσι
σαν άγγελος που ξέπεσε σε τούτη την ψευτοζωή
και προσπαθεί να ζήσει.
Αστέρι νυχτωμένο τραγουδά ως το πρωί
και ας μην έλαμψες ποτέ στη φωτεινή ταμπέλα
εσύ που ξέρεις την νύχτα ν’ αγαπάς
δώσ’ μου απ’ το κουράγιο σου κι απ’ τη γλυκιά σου τρέλα.
|
Oathiá mesánichta stin písta traguduses
me to mikrófono sfigméno sti grothiá
ke san pigmáchos gerasménos apiluses
to cháro p’ antamósane pénte- éksi chasiklídes mia vradiá.
To nichtoméno vlémma su allu taksideméno
mes st’ áspro su pukámiso ke to argó methísi
san ángelos pu ksépese se tuti tin pseftozoí
ke prospathi na zísi.
Astéri nichtoméno tragudá os to pri
ke as min élampses poté sti fotiní tabéla
esí pu kséris tin níchta n’ agapás
dós’ mu ap’ to kurágio su ki ap’ ti glikiá su tréla.
|