Μέσα στο χειμώνα, φέρε μου το φως
που φώτιζε της θάλασσας την άγνωστη γραφή.
Μοναχική γυναίκα, γυναίκα μεθυσμένη
με της ομορφιάς σου το άγριο κρασί
Δώσ’ μου,
δώσ’ μου το κόκκινο κρασί.
Δώσ’ μου το ψέμα σου.
Μέσα στο χειμώνα φέρε μου το φως
που έσβηνε απ’ τα μάτια μου του φόβου τις σκιές.
Κι ύστερα σε πήρε του κόσμου η βουή
κι ύστερα ξεχαστήκαμε σε ξένες αγκαλιές.
|
Mésa sto chimóna, fére mu to fos
pu fótize tis thálassas tin ágnosti grafí.
Monachikí gineka, gineka methisméni
me tis omorfiás su to ágrio krasí
Dós’ mu,
dós’ mu to kókkino krasí.
Dós’ mu to pséma su.
Mésa sto chimóna fére mu to fos
pu ésvine ap’ ta mátia mu tu fóvu tis skiés.
Ki ístera se píre tu kósmu i vuí
ki ístera ksechastíkame se ksénes agkaliés.
|