Μου έκανε ο κύριος, που λέτε, τον ωραίο,
τον τύπο τον απίθανο, τον άντρα τον σπουδαίο.
Γι’ αυτό κι εγώ τον έστειλα ν’ αλλάξει τα μυαλά του,
να πάρει τον αέρα του, ν’ αφήσει τα τρελά του.
Ε, όχι και σε μένα, ε, όχι και σε μένα
να μου κάνει τον ωραίο.
Ε, όχι και σε μένα, ε, όχι και σε μένα
που δεν έμαθα να κλαίω.
Ε, όχι και σε μένα, ε, όχι και σε μένα.
Το μαύρο άσπρο μου ’λεγε και βέτο μου πουλούσε
και όποτε του κάπνιζε γι’ αγάπη μου μιλούσε.
Με είχε στο “περίμενε”, στο “άσε” και “θα δούμε”,
τώρα που τον έδιωξα να δεις που θα τα βρούμε.
Ε, όχι και σε μένα, ε, όχι και σε μένα
να μου κάνει τον ωραίο.
Ε, όχι και σε μένα, ε, όχι και σε μένα
που δεν έμαθα να κλαίω.
Ε, όχι και σε μένα, ε, όχι και σε μένα.
|
Mu ékane o kírios, pu léte, ton oreo,
ton típo ton apíthano, ton ántra ton spudeo.
Gi’ aftó ki egó ton éstila n’ alláksi ta mialá tu,
na pári ton aéra tu, n’ afísi ta trelá tu.
E, óchi ke se ména, e, óchi ke se ména
na mu káni ton oreo.
E, óchi ke se ména, e, óchi ke se ména
pu den ématha na kleo.
E, óchi ke se ména, e, óchi ke se ména.
To mavro áspro mu ’lege ke véto mu puluse
ke ópote tu kápnize gi’ agápi mu miluse.
Me iche sto “perímene”, sto “áse” ke “tha dume”,
tóra pu ton édioksa na dis pu tha ta vrume.
E, óchi ke se ména, e, óchi ke se ména
na mu káni ton oreo.
E, óchi ke se ména, e, óchi ke se ména
pu den ématha na kleo.
E, óchi ke se ména, e, óchi ke se ména.
|