Βρίσκομαι, λέει, συνέχεια κάπου στον αέρα,
μέσα σε ίλιγγο φωτιάς,
δεν έχω σπίτι, δεν έχω ρίζες,
στο χώμα φύτρωσαν τεράστιες τσουκνίδες.
Σαν να ταξιδεύω μια ζωή με τραίνο και με πλοίο
και μ’ άλογα μες στη βροχή και μες στο κρύο,
τρέχω να μπω μες στην πόλη, σε μια πέτρινη πόλη,
κι ένα φόβο νιώθω, θα στο πω,
φοβάμαι πως στην πόλη ετούτη θα χαθώ,
κι ένα φόβο νιώθω, θα στο πω,
φοβάμαι πως στην πόλη ετούτη θα χαθώ.
Βρίσκομαι, λέει, συνέχεια πάνω από ένα ρέμα,
είμαι μπαλόνι κι αητός,
δεν έχω αίμα, δεν έχω μάτια,
το σώμα μου έγινε αγνώριστα κομμάτια.
Σαν να ταξιδεύω μια ζωή με τραίνο και με πλοίο
και μ’ άλογα μες στη βροχή και μες στο κρύο,
τρέχω να μπω μες στην πόλη, σε μια πέτρινη πόλη,
κι ένα φόβο νιώθω, θα στο πω,
φοβάμαι πως στην πόλη ετούτη θα χαθώ,
κι ένα φόβο νιώθω, θα στο πω,
φοβάμαι πως στην πόλη ετούτη θα χαθώ.
|
Orískome, léi, sinéchia kápu ston aéra,
mésa se ílingo fotiás,
den écho spíti, den écho rízes,
sto chóma fítrosan terásties tsuknídes.
San na taksidevo mia zoí me treno ke me plio
ke m’ áloga mes sti vrochí ke mes sto krío,
trécho na bo mes stin póli, se mia pétrini póli,
ki éna fóvo niótho, tha sto po,
fováme pos stin póli etuti tha chathó,
ki éna fóvo niótho, tha sto po,
fováme pos stin póli etuti tha chathó.
Orískome, léi, sinéchia páno apó éna réma,
ime balóni ki aitós,
den écho ema, den écho mátia,
to sóma mu égine agnórista kommátia.
San na taksidevo mia zoí me treno ke me plio
ke m’ áloga mes sti vrochí ke mes sto krío,
trécho na bo mes stin póli, se mia pétrini póli,
ki éna fóvo niótho, tha sto po,
fováme pos stin póli etuti tha chathó,
ki éna fóvo niótho, tha sto po,
fováme pos stin póli etuti tha chathó.
|