Δεν τον γνώριζε κανείς
ήταν χάραμα θυμάμαι
είχε πέσει μες το δρόμο
με την κούραση στον ώμο opa
Δεν τον γνώριζε κανείς
ένας άγνωστος στο πλήθος
ίσως ήταν στη ζωή του
ένα φευγαλέος μύθος
Εγώ το Θεό μου τον θέλω αλήτη
τον θέλω να φεύγει τη νύχτα απ’ το σπίτι
τον θέλω να λέει στο φόβο καλώς τον
μια κι άγνωστος είμαι σε πλήθος αγνώστων
Εγώ τον Θεό μου τον θέλω αλήτη
τον θέλω να φεύγει για κάποιο ξενύχτι
τον θέλω να ρίχνει γροθιά στο μαχαίρι
γιατί κι αν υπήρχα κανείς δε θα ξέρει
Δεν τον γνώριζε κανείς
στο χλωμό του πρόσωπό του
καθρεφτίζονταν ο πόνος
για το χάρτινο όνειρό του
Δεν τον γνώριζε κανείς
ήταν Αύγουστος θυμάμαι
κι όμως έτρεμε απ’ το κρύο
κι είχα αρχίσει να φοβάμαι
|
Den ton gnórize kanis
ítan chárama thimáme
iche pési mes to drómo
me tin kurasi ston ómo opa
Den ton gnórize kanis
énas ágnostos sto plíthos
ísos ítan sti zoí tu
éna fevgaléos míthos
Egó to Theó mu ton thélo alíti
ton thélo na fevgi ti níchta ap’ to spíti
ton thélo na léi sto fóvo kalós ton
mia ki ágnostos ime se plíthos agnóston
Egó ton Theó mu ton thélo alíti
ton thélo na fevgi gia kápio kseníchti
ton thélo na ríchni grothiá sto macheri
giatí ki an ipírcha kanis de tha kséri
Den ton gnórize kanis
sto chlomó tu prósopó tu
kathreftízontan o pónos
gia to chártino óniró tu
Den ton gnórize kanis
ítan Avgustos thimáme
ki ómos étreme ap’ to krío
ki icha archísi na fováme
|