Παντού πουλάς τα ίδια παραμύθια,
τα ίδια λες που μου `λεγες παλιά,
όταν γυρνάς απ’ τα χαζοξενύχτια
με ένα άλλο κενό στην αγκαλιά.
είναι τα μάτια σου μεγάλα
και μου `χουν κάψει την καρδιά.
Είμαι ζητιάνος της αγάπης σου,
ένα καμμένο χαρτί,
μ’ έδιωξες πάλι απ’ το κρεβάτι σου,
μ’ έστειλες νύχτα φυλακή,
μ’ έστειλες νύχτα φυλακή.
Όπου καυγάς απέχω σαν χαμένος
και δίνω πάντα τόπο στην οργή,
για σένα ζω ο αποβλακωμένος
χθες έβαψα και τ’ άσπρο μου μαλλί,
είναι τα μάτια σου μεγάλα
και μου `χουν κάψει την ψυχή.
Είμαι ζητιάνος της αγάπης σου,
ένα καμμένο χαρτί,
μ’ έδιωξες πάλι απ’ το κρεβάτι σου,
μ’ έστειλες νύχτα φυλακή,
μ’ έστειλες νύχτα φυλακή.
|
Pantu pulás ta ídia paramíthia,
ta ídia les pu mu `leges paliá,
ótan girnás ap’ ta chazokseníchtia
me éna állo kenó stin agkaliá.
ine ta mátia su megála
ke mu `chun kápsi tin kardiá.
Ime zitiános tis agápis su,
éna kamméno chartí,
m’ édiokses páli ap’ to kreváti su,
m’ éstiles níchta filakí,
m’ éstiles níchta filakí.
Όpu kavgás apécho san chaménos
ke díno pánta tópo stin orgí,
gia séna zo o apovlakoménos
chthes évapsa ke t’ áspro mu mallí,
ine ta mátia su megála
ke mu `chun kápsi tin psichí.
Ime zitiános tis agápis su,
éna kamméno chartí,
m’ édiokses páli ap’ to kreváti su,
m’ éstiles níchta filakí,
m’ éstiles níchta filakí.
|