Οι αισθήσεις μου ξυπνήσανε
και νύχτα μ’ οδηγήσανε
στου έρωτα τη χώρα.
Το χρήμα όλο ξόδεψα
και μέθυσα και χόρεψα
κι αγόρασα και δώρα.
Και γύρισα και μίλησα
και ξένα χείλη φίλησα
και ήπια στην υγειά.
Τον εαυτό μου κέρασα
κι από το σπίτι πέρασα
για να βρεθώ κοντά σου.
Είναι που θέλω να περνώ
του έρωτά σου το στενό
και κάνω ό,τι κάνω,
που το σταυρό μου κουβαλώ
κι ανηφορίζω ένα βουνό
και κάτι παραπάνω.
Ούτε που το κατάλαβα
μου έδωσες και μετάλαβα
το πιο πικρό ποτήρι
κι εγώ που σε αγάπησα
τα πάντα μου παράτησα
κι εσύ ούτε χατίρι.
Είναι που θέλω να περνώ
του έρωτά σου το στενό
και κάνω ό,τι κάνω,
που το σταυρό μου κουβαλώ
κι ανηφορίζω ένα βουνό
και κάτι παραπάνω.
|
I esthísis mu ksipnísane
ke níchta m’ odigísane
stu érota ti chóra.
To chríma ólo ksódepsa
ke méthisa ke chórepsa
ki agórasa ke dóra.
Ke girisa ke mílisa
ke kséna chili fílisa
ke ípia stin igiá.
Ton eaftó mu kérasa
ki apó to spíti pérasa
gia na vrethó kontá su.
Ine pu thélo na pernó
tu érotá su to stenó
ke káno ó,ti káno,
pu to stavró mu kuvaló
ki aniforízo éna vunó
ke káti parapáno.
Oíte pu to katálava
mu édoses ke metálava
to pio pikró potíri
ki egó pu se agápisa
ta pánta mu parátisa
ki esí ute chatíri.
Ine pu thélo na pernó
tu érotá su to stenó
ke káno ó,ti káno,
pu to stavró mu kuvaló
ki aniforízo éna vunó
ke káti parapáno.
|