Ο ήλιος κατακόρυφα στο μεσιανό κατάρτι
κι εμείς σαλπάραμε από τις Φιλιππίνες,
το πλοίο γοργοτάξιδο, μου θύμιζε αντάρτη,
που δεν το πλάνεψαν τραγούδια από Σειρήνες,
το πλοίο γοργοτάξιδο, μου θύμιζε αντάρτη,
που δεν το πλάνεψαν τραγούδια από Σειρήνες.
Το πέλαγο σαν ζωγραφιά στο βλέμμα,
με πράσινη βαφή, θαρρείς, χρωματισμένο,
η αλμύρα έγινε μες στην καρδιά μου αίμα
και τ’ όνειρο σκαρί ναυαγισμένο,
η αλμύρα έγινε μες στην καρδιά μου αίμα
και τ’ όνειρο σκαρί ναυαγισμένο.
Η θάλασσα μελαγχολεί σάμπως να `χει στερέψει,
κρύβει στα σπλάχνα ναυαγούς που την πονάνε,
καταλαγιάζει στους γιαλούς το κύμα να ημερέψει
να μην λυγίζουνε τα πλοία που περνάνε,
καταλαγιάζει στους γιαλούς το κύμα να ημερέψει
να μην λυγίζουνε τα πλοία που περνάνε.
Το πέλαγο σαν ζωγραφιά στο βλέμμα,
με πράσινη βαφή, θαρρείς, χρωματισμένο,
η αλμύρα έγινε μες στην καρδιά μου αίμα
και τ’ όνειρο σκαρί ναυαγισμένο,
η αλμύρα έγινε μες στην καρδιά μου αίμα
και τ’ όνειρο σκαρί ναυαγισμένο.
|
O ílios katakórifa sto mesianó katárti
ki emis salpárame apó tis Filippínes,
to plio gorgotáksido, mu thímize antárti,
pu den to plánepsan tragudia apó Sirínes,
to plio gorgotáksido, mu thímize antárti,
pu den to plánepsan tragudia apó Sirínes.
To pélago san zografiá sto vlémma,
me prásini vafí, tharris, chromatisméno,
i almíra égine mes stin kardiá mu ema
ke t’ óniro skarí nafagisméno,
i almíra égine mes stin kardiá mu ema
ke t’ óniro skarí nafagisméno.
I thálassa melagcholi sábos na `chi sterépsi,
krívi sta spláchna nafagus pu tin ponáne,
katalagiázi stus gialus to kíma na imerépsi
na min ligizune ta plia pu pernáne,
katalagiázi stus gialus to kíma na imerépsi
na min ligizune ta plia pu pernáne.
To pélago san zografiá sto vlémma,
me prásini vafí, tharris, chromatisméno,
i almíra égine mes stin kardiá mu ema
ke t’ óniro skarí nafagisméno,
i almíra égine mes stin kardiá mu ema
ke t’ óniro skarí nafagisméno.
|