Το κρεβατάκι σου ζυγώνω
εσύ κοιμάσαι κι εγώ λιώνω.
Το σεντονάκι σου τραβάω
σκύβω και σε φιλάω.
Τα ρουχαλάκια μας τριγύρω
και η χαρά μας κάνει τζίρο,
μες στον καθρέφτη μας κοιτάει
και μας χαμογελάει.
Ξύπνα μου μωρό μου,
ξύπνα μου στον ύπνο τζάμπα μ’ αγκαλιάζεις
όνειρο δεν είναι
όνειρο κοντά σου είμαι μη διστάζεις.
Να μη σε νοιάζει αν θ’ ακούνε
οι διπλανοί και πειραχτούνε,
πάντα αυτιά θα ‘χει στους τοίχους
και στο τραγούδι στίχους.
Πες μου το εν τούτοις πες μου το
είμαι Θωμάς και δεν πιστεύω,
πες μου το πως γίνεται να ζω
μαζί σου μόνο σαν πεθαίνω.
Ως αμάν μωρό μου, ωχ αμάν
η αγάπη μοιάζει λάδι ξύδι.
Χάνομαι γλυκό μου, χάνομαι αγάπη
σπίρτο και τοξίνη.
|
To krevatáki su zigóno
esí kimáse ki egó lióno.
To sentonáki su traváo
skívo ke se filáo.
Ta ruchalákia mas trigiro
ke i chará mas káni tzíro,
mes ston kathréfti mas kitái
ke mas chamogelái.
Ksípna mu moró mu,
ksípna mu ston ípno tzába m’ agkaliázis
óniro den ine
óniro kontá su ime mi distázis.
Na mi se niázi an th’ akune
i diplani ke pirachtune,
pánta aftiá tha ‘chi stus tichus
ke sto tragudi stíchus.
Pes mu to en tutis pes mu to
ime Thomás ke den pistevo,
pes mu to pos ginete na zo
mazí su móno san petheno.
Os amán moró mu, och amán
i agápi miázi ládi ksídi.
Chánome glikó mu, chánome agápi
spírto ke toksíni.
|