ΑΓΟΡΙ: Στο μπλε χαρτί ζωγράφισα
μια λευκή σταγόνα
κι έγινε χρώμα θαλασσί (ΟΛΟΙ: θαλασσί)
και βγήκε μια γοργόνα.
Κι απ’ τη γοργόνα γλύστρησε
ένα ασημένιο λέπι
και μου ‘πεσε στο πάτωμα
και να χαθεί δεν πρέπει.
Όλη τη μέρα το ‘ψαχνα
όλο το μεσημέρι
μ’ αυτό δεν ήταν πουθενά (ΟΛΟΙ: πουθενά)
πού πήγε, ποιος να ξέρει.
Και στο σαλόνι κοίταξα
και στα τετράδιά μου
και μέσα στο πλυντήριο
και πάνω στη μαμά μου.
Και κάτω απ’ το κρεβάτι μου
και πάνω στα μαλλιά μου
και κάτω από τον καναπέ (ΟΛΟΙ: καναπέ)
και πίσω απ’ τη γιαγιά μου!
Και πίσω απ’ το καλοριφέρ
και πάνω στο ταβάνι
και έξω από το ασανσέρ (ΟΛΟΙ: ασανσέρ)
και μέσα στο ντιβάνι.
Και στην κουζίνα κοίταξα
μέχρι και στη σαλάτα.
Κι είναι τυχαίο άραγε
που γλύφεται η γάτα;
|
AGORI: Sto ble chartí zográfisa
mia lefkí stagóna
ki égine chróma thalassí (OLOI: thalassí)
ke vgíke mia gorgóna.
Ki ap’ ti gorgóna glístrise
éna asiménio lépi
ke mu ‘pese sto pátoma
ke na chathi den prépi.
Όli ti méra to ‘psachna
ólo to mesiméri
m’ aftó den ítan puthená (OLOI: puthená)
pu píge, pios na kséri.
Ke sto salóni kitaksa
ke sta tetrádiá mu
ke mésa sto plintírio
ke páno sti mamá mu.
Ke káto ap’ to kreváti mu
ke páno sta malliá mu
ke káto apó ton kanapé (OLOI: kanapé)
ke píso ap’ ti giagiá mu!
Ke píso ap’ to kalorifér
ke páno sto taváni
ke ékso apó to asansér (OLOI: asansér)
ke mésa sto ntiváni.
Ke stin kuzína kitaksa
méchri ke sti saláta.
Ki ine ticheo árage
pu glífete i gáta;
|