Ποιος σκότωσε τα όνειρα, πες
ποιος έκοψε τόσες στιγμές
τις μικρές ανθισμένες χαρές
Δείξε μου ποιος
ποιος χρόνος περνώντας κι αυτός
με ένα δρεπάνι σκυφτός
πως θέρισε όλο το φως
Αχ, ένα φιλί…
Στην πόλη οδηγώντας αργά
τα σπίτια, μπαλκόνια γυρτά
ζωές που θα κρύβουν κι αυτά…
Πως έγινε, δες
πως στένεψαν τόσο οι οροφές
πως γίναν κουτιά οι καρδιές
Ποιος σκότωσε τα όνειρα, πες
Ένα φιλί
και τα όνειρα γίνονται πάλι
θέλω ένα φιλί
Μόνο ένα φιλί
η ζωή δανεική και μικρή
μα στα χείλη σου μοιάζει μεγάλη
θέλω ένα φιλί
Σε βρίσκω στο πλήθος ξανά
στους δρόμους που η πόλη σχολά
απρόβλεπτη που είν’ η ομορφιά
Πάλι γελάς
αμήχανα λίγο κοιτάς
Τι κοιτάς; Αγκαλιά να με πάρεις, δες
κανείς δε μας σκότωσε εμάς
|
Pios skótose ta ónira, pes
pios ékopse tóses stigmés
tis mikrés anthisménes charés
Dikse mu pios
pios chrónos pernóntas ki aftós
me éna drepáni skiftós
pos thérise ólo to fos
Ach, éna filí…
Stin póli odigóntas argá
ta spítia, balkónia girtá
zoés pu tha krívun ki aftá…
Pos égine, des
pos sténepsan tóso i orofés
pos ginan kutiá i kardiés
Pios skótose ta ónira, pes
Έna filí
ke ta ónira ginonte páli
thélo éna filí
Móno éna filí
i zoí danikí ke mikrí
ma sta chili su miázi megáli
thélo éna filí
Se vrísko sto plíthos ksaná
stus drómus pu i póli scholá
apróvlepti pu in’ i omorfiá
Páli gelás
amíchana lígo kitás
Ti kitás; Agkaliá na me páris, des
kanis de mas skótose emás
|