Έναν καιρό εγώ κι εσύ
ήμαστε κούπα και κρασί
ήμαστε δέντρο και κλαρί δεμένοι,
τώρα είμαι μέρα, είσαι νυχτιά,
εγώ νερό, κι εσύ φωτιά,
δύο θανάσιμοι εχθροί, δυο ξένοι.
Αχ τι παιχνίδια που μας παίζουν οι καιροί
και πως αλλάζει τους ανθρώπους η ζωή.
Έναν καιρό εγώ κι εσύ
ήμαστε κούπα και κρασί
και τώρα είμαστε δυο εχθροί, δυο ξένοι.
Έναν καιρό εγώ κι εσύ
μοιράζαμε μισή μισή
τη στερημένη τη μπουκιά, θυμήσου,
τώρα γιορτάζω όταν κλαις,
δε σε πιστεύω ό,τι κι αν λες,
τώρα, ο θάνατός μου η ζωή σου.
Αχ τι παιχνίδια που μας παίζουν οι καιροί
και πως αλλάζει τους ανθρώπους η ζωή.
Έναν καιρό εγώ κι εσύ
και τη μπουκιά μισή μισή
τώρα, ο θάνατός μου η ζωή σου.
|
Έnan keró egó ki esí
ímaste kupa ke krasí
ímaste déntro ke klarí deméni,
tóra ime méra, ise nichtiá,
egó neró, ki esí fotiá,
dío thanásimi echthri, dio kséni.
Ach ti pechnídia pu mas pezun i keri
ke pos allázi tus anthrópus i zoí.
Έnan keró egó ki esí
ímaste kupa ke krasí
ke tóra imaste dio echthri, dio kséni.
Έnan keró egó ki esí
mirázame misí misí
ti steriméni ti bukiá, thimísu,
tóra giortázo ótan kles,
de se pistevo ó,ti ki an les,
tóra, o thánatós mu i zoí su.
Ach ti pechnídia pu mas pezun i keri
ke pos allázi tus anthrópus i zoí.
Έnan keró egó ki esí
ke ti bukiá misí misí
tóra, o thánatós mu i zoí su.
|