Το καράβι φτάνει, άγκυρα φουντάρει
τραγουδάν οι ναύτες πιάσανε στεριά.
Όμως ένας ναύτης δε θα ξεμπαρκάρει
είν’ ο λογισμός του κάπου μακριά.
Και ο καπετάνιος απ’ την τιμονιέρα
του νοτιά αδέρφι του βοριά παιδί
ρώτησε το ναύτη που κοιτούσε πέρα,
ποιος καημός σου δέρνει ναύτη την ψυχή.
Σβήσε τον καημό σου στην χαρά που φτάνει,
σου φωνάζει ναύτη και σε προσκαλεί
το λιμάνι ναύτη, έλα στο λιμάνι
να `βρεις την αγάπη που σε καρτερεί.
|
To karávi ftáni, ágkira funtári
tragudán i naftes piásane steriá.
Όmos énas naftis de tha ksebarkári
in’ o logismós tu kápu makriá.
Ke o kapetánios ap’ tin timoniéra
tu notiá adérfi tu voriá pedí
rótise to nafti pu kituse péra,
pios kaimós su dérni nafti tin psichí.
Svíse ton kaimó su stin chará pu ftáni,
su fonázi nafti ke se proskali
to limáni nafti, éla sto limáni
na `vris tin agápi pu se karteri.
|