Συννεφιασμένη Κυριακή, σχεδόν πενήντα χρόνια,
αποσκευές και φυλακή, σε πλοία και βαγόνια.
Της μετανάστευσης σκιά, Σικάγο, Βερολίνο,
με δυο τσιγάρα δανεικά και κλάμα από κλαρίνο.
Ό,τι έχω πάρει από της μάνας μου τα μάτια,
σκόνη και στάχτη και ζωή σε δυο κομμάτια.
Ό,τι θυμάμαι απ του πατέρα μου τον ήχο,
εννέα όγδοα στης Καισαριανής τον τοίχο..
Συννεφιασμένη Κυριακή, σχεδόν πενήντα χρόνια,
εγώ εδώ κι η Ελλάδα εκεί, να πέφτει από μπαλκόνια.
Φωτογραφία μιας ζωής, στη μέση στο σαλόνι,
σαν τους φυγάδες που κανείς ποτέ τους δε γλιτώνει..
Ό,τι έχω πάρει από της μάνας μου τα μάτια,
σκόνη και στάχτη και ζωή σε δυο κομμάτια.
Ό,τι θυμάμαι απ του πατέρα μου τον ήχο,
εννέα όγδοα στης Καισαριανής τον τοίχο
|
Sinnefiasméni Kiriakí, schedón penínta chrónia,
aposkevés ke filakí, se plia ke vagónia.
Tis metanástefsis skiá, Sikágo, Oerolíno,
me dio tsigára daniká ke kláma apó klaríno.
Ό,ti écho pári apó tis mánas mu ta mátia,
skóni ke stáchti ke zoí se dio kommátia.
Ό,ti thimáme ap tu patéra mu ton ícho,
ennéa ógdoa stis Kesarianís ton ticho..
Sinnefiasméni Kiriakí, schedón penínta chrónia,
egó edó ki i Elláda eki, na péfti apó balkónia.
Fotografía mias zoís, sti mési sto salóni,
san tus figádes pu kanis poté tus de glitóni..
Ό,ti écho pári apó tis mánas mu ta mátia,
skóni ke stáchti ke zoí se dio kommátia.
Ό,ti thimáme ap tu patéra mu ton ícho,
ennéa ógdoa stis Kesarianís ton ticho
|