Ποιο συναίσθημα είν’ αυτό που σε κάνει δειλό
που τρυπώνει στην ψυχή και κυβερνά το μυαλό.
Σε εξουσιάζει, σε κάνει κάθε τόσο να σφάλεις
κι ενώ έχεις τόσα να πεις φωνή δεν έχεις να βγάλεις.
Πάλι μπροστά μου εικόνες που τώρα δεν λένε τίποτα
και φίλοι μου κοιτάζουν και μιλάνε καχύποπτα.
Σημάδια από αγάπες ή από όνειρα ίσως
που αλλάξαν κι απ’ αγάπη έχουν γίνει πια μίσος.
Τρέμω στην σκέψη ότι χάνω τα ίχνη
πως το φεγγάρι παύει πλέον πια το δρόμο να δείχνει.
Ότι ξεχνάω ποιος είμαι και που πηγαίνω, (ποιος)
δεν αντιδρώ παρά μονάχα σωπαίνω.
Κλείνω τα μάτια για να έρθει η σιωπή
πριν τ’ ανοίξω όμως πάντα εμφανίζεσαι εσύ.
Επιστρέφεις κι ελπίζεις πως θα είμαι εδώ
μια συγγνώμη στον εαυτό μου μόνο οφείλω να πω.
Πέρασε πολύς καιρός θυμάμαι
δεν ξέρω αν ήταν λάθος ή σωστό
στημένο το παιχνίδι και γνωστό
μα εγώ να ξέρεις δε φοβάμαι.
Δε μου άρεσε να λέω εντάξει
έτσι ήμουν κι έτσι είμαι ακόμη
δεν μπορεί κανένας να μ’ αλλάξει
μάνα αν σε πλήγωσα, συγγνώμη.
Δεν μου άρεσε ποτέ να λέω εντάξει
σε κάθε πράξη που μπορεί να μ’ αλλάξει.
Μόνο σε τάξη κάθε σκέψη μου βάζω
αλλάζω μόνο εικόνες και σε σκέψεις βουλιάζω.
Πάω πιο κάτω πάντα σ’ άλλη σελίδα
όσα έχω ζήσει στα όνειρα μου είδα.
Γραμμή-γραμμη για να γεμίζει το κενό
μ’ αυτό που μ’ άφησες νύχτα και είπες θα ‘σαι στο μυαλό μου.
Τα βράδια όταν με θυμάσαι
να ξέρεις ότι είμαι καλά
μπορεί να πέρασα πολλά
όμως για μένα μη φοβάσαι.
Δε μου άρεσε να λέω εντάξει
(δε μου άρεσε ποτέ να λέω εντάξει)
έτσι ήμουν κι έτσι είμαι ακόμη
(τίποτα δε θα μ’ αλλάξει)
δεν μπορεί κανένας να μ’ αλλάξει
(δε μου άρεσε να λέω εντάξει)
μάνα αν σε πλήγωσα, συγγνώμη.
Δε μου άρεσε να λέω εντάξει
(δε μου άρεσε ποτέ να λέω εντάξει)
έτσι ήμουν κι έτσι είμαι ακόμη
(μου έχει μείνει μια πράξη)
δεν μπορεί κανένας να μ’ αλλάξει
(τίποτα δε θα μ’ αλλάξει)
μάνα αν σε πλήγωσα, συγγνώμη.
Δε μου άρεσε ποτέ να λέω εντάξει…
Δε μου άρεσε να λέω εντάξει…!
|
Pio sinesthima in’ aftó pu se káni diló
pu tripóni stin psichí ke kiverná to mialó.
Se eksusiázi, se káni káthe tóso na sfális
ki enó échis tósa na pis foní den échis na vgális.
Páli brostá mu ikónes pu tóra den léne típota
ke fíli mu kitázun ke miláne kachípopta.
Simádia apó agápes í apó ónira ísos
pu alláksan ki ap’ agápi échun gini pia mísos.
Trémo stin sképsi óti cháno ta íchni
pos to fengári pafi pléon pia to drómo na dichni.
Όti ksechnáo pios ime ke pu pigeno, (pios)
den antidró pará monácha sopeno.
Klino ta mátia gia na érthi i siopí
prin t’ anikso ómos pánta emfanízese esí.
Epistréfis ki elpízis pos tha ime edó
mia singnómi ston eaftó mu móno ofilo na po.
Pérase polís kerós thimáme
den kséro an ítan láthos í sostó
stiméno to pechnídi ke gnostó
ma egó na kséris de fováme.
De mu árese na léo entáksi
étsi ímun ki étsi ime akómi
den bori kanénas na m’ alláksi
mána an se plígosa, singnómi.
Den mu árese poté na léo entáksi
se káthe práksi pu bori na m’ alláksi.
Móno se táksi káthe sképsi mu vázo
allázo móno ikónes ke se sképsis vuliázo.
Páo pio káto pánta s’ álli selída
ósa écho zísi sta ónira mu ida.
Grammí-grammi gia na gemízi to kenó
m’ aftó pu m’ áfises níchta ke ipes tha ‘se sto mialó mu.
Ta vrádia ótan me thimáse
na kséris óti ime kalá
bori na pérasa pollá
ómos gia ména mi fováse.
De mu árese na léo entáksi
(de mu árese poté na léo entáksi)
étsi ímun ki étsi ime akómi
(típota de tha m’ alláksi)
den bori kanénas na m’ alláksi
(de mu árese na léo entáksi)
mána an se plígosa, singnómi.
De mu árese na léo entáksi
(de mu árese poté na léo entáksi)
étsi ímun ki étsi ime akómi
(mu échi mini mia práksi)
den bori kanénas na m’ alláksi
(típota de tha m’ alláksi)
mána an se plígosa, singnómi.
De mu árese poté na léo entáksi…
De mu árese na léo entáksi…!
|