Πέρασα αδιάβατα βουνά, περπάτησα στο κύμα
ποτάμι ο κόσμος, τον περνώ με κουρασμένο βήμα
με τρύπησαν τα σύρματα, με γαύγισαν οι σκύλοι
το κρύο, ο αέρας κι η βροχή οι πιο καλοί μου φίλοι.
Στο Αιγαίο με παράτησε μια βάρκα τσακισμένη
για να πνιγώ ή να σωθώ με την καρδιά σπασμένη.
Κολύμπησα τη μοίρα μου, γυμνός μέσα στην πλάση
έψαχνα αστέρι για οδηγό, στεριά να μ’ αγκαλιάσει
Με κλείσαν σ’ ένα φορτηγό, έμοιαζε με ψυγείο
λες κι ήμουν κάποιο ζωντανό, γραμμή για το σφαγείο.
Μου πήραν διαβατήριο, μου κλέψαν την ψυχή μου
και στο παζάρι ξεπουλώ το δύστυχο κορμί μου.
Πλανιόμαστε, κρυβόμαστε, πατρίδα η σκηνή μας
η φτώχεια κι ο κατατρεγμός είναι, λέει, η ποινή μας
γιατί τα φταίει η ράτσα μου και πρέπει να πληρώσει
που το Χριστό με γύφτικα καρφιά είχαν σταυρώσει.
Ο φόβος μου με οδήγησε να κρύβομαι στη ζάλη
φλέβες τρυπάω, φτιάχνομαι, θολώνω το κεφάλι
όσα μισούσα έγινα κι όσα αγαπούσα χάνω
θα ξεψυχήσω μια βραδιά σ’ ένα παγκάκι επάνω.
Χωρίς να θέλω άφησα σχολείο και βιβλίο
και πριν την ώρα μου έπαψα να νιώθω πια παιδί
απ’ όλους το πιο δύσκολο σηκώνω εγώ φορτίο
για μια ζωή ενήλικος κι ανήλικος μαζί.
Ζητάω δουλειά, δουλειά αγκαλιά,
συμπόνια και φροντίδα
στου κόσμου το στερέωμα
κι εγώ έχω δικαίωμα
στην πίστη, στην ελπίδα.
Οι μέρες είν’ αδιάβατες, οι νύχτες παγωμένες
τα όνειρά μου ασπρόμαυρα, οι μνήμες μου καμένες.
Το χρώμα από το δέρμα μου εξετάζουν κρύα μάτια
στο σώμα έχω πυρετό και την καρδιά κομμάτια
Τον τόπο μου πεθύμησα, ακούω μια γλώσσα ξένη
σαν μια γυναίκα όμορφη που εμένα περιμένει.
Αχ και να καταλάβαινα τα λόγια, τις σιωπές της
πατρίδα και παρηγοριά να ‘χω τις συλλαβές της.
Γνώρισα στο ταξίδι μου και δίκαιους ανθρώπους
τον πόνο μου πονέσανε, είχαν γλυκούς τους τρόπους
πάντα προσεύχομαι γι’ αυτούς μη χάσουν την πυξίδα
για της αγάπης το νησί, που ‘ναι του κόσμου η ελπίδα.
Ζητάω δουλειά, δουλειά αγκαλιά,
συμπόνια και φροντίδα,
στου κόσμου το στερέωμα
κι εγώ έχω δικαίωμα
στην πίστη, στην ελπίδα.
|
Pérasa adiávata vuná, perpátisa sto kíma
potámi o kósmos, ton pernó me kurasméno víma
me trípisan ta sírmata, me gavgisan i skíli
to krío, o aéras ki i vrochí i pio kali mu fíli.
Sto Egeo me parátise mia várka tsakisméni
gia na pnigó í na sothó me tin kardiá spasméni.
Kolíbisa ti mira mu, gimnós mésa stin plási
épsachna astéri gia odigó, steriá na m’ agkaliási
Me klisan s’ éna fortigó, émiaze me psigio
les ki ímun kápio zontanó, grammí gia to sfagio.
Mu píran diavatírio, mu klépsan tin psichí mu
ke sto pazári ksepuló to dísticho kormí mu.
Planiómaste, krivómaste, patrída i skiní mas
i ftóchia ki o katatregmós ine, léi, i piní mas
giatí ta ftei i rátsa mu ke prépi na plirósi
pu to Christó me giftika karfiá ichan stavrósi.
O fóvos mu me odígise na krívome sti záli
fléves tripáo, ftiáchnome, tholóno to kefáli
ósa misusa égina ki ósa agapusa cháno
tha ksepsichíso mia vradiá s’ éna pagkáki epáno.
Chorís na thélo áfisa scholio ke vivlío
ke prin tin óra mu épapsa na niótho pia pedí
ap’ ólus to pio dískolo sikóno egó fortío
gia mia zoí enílikos ki anílikos mazí.
Zitáo duliá, duliá agkaliá,
sibónia ke frontída
stu kósmu to steréoma
ki egó écho dikeoma
stin písti, stin elpída.
I méres in’ adiávates, i níchtes pagoménes
ta ónirá mu asprómavra, i mnímes mu kaménes.
To chróma apó to dérma mu eksetázun kría mátia
sto sóma écho piretó ke tin kardiá kommátia
Ton tópo mu pethímisa, akuo mia glóssa kséni
san mia gineka ómorfi pu eména periméni.
Ach ke na katalávena ta lógia, tis siopés tis
patrída ke parigoriá na ‘cho tis sillavés tis.
Gnórisa sto taksídi mu ke díkeus anthrópus
ton póno mu ponésane, ichan glikus tus trópus
pánta prosefchome gi’ aftus mi chásun tin piksída
gia tis agápis to nisí, pu ‘ne tu kósmu i elpída.
Zitáo duliá, duliá agkaliá,
sibónia ke frontída,
stu kósmu to steréoma
ki egó écho dikeoma
stin písti, stin elpída.
|