Πως με βρίσκεις κάτι βράδια που σε θέλω
και μαζί σου ξημερώνω κι ανατέλλω,
πως τις νύχτες, τη φωνή την κάνεις χάδι
στου σπιτιού μου το τετράγωνο σκοτάδι.
Κι οι μικρές αναπνοές σου
πυρκαγιές στο πρόσωπό μου,
το λαχάνιασμα του κόσμου στο κορμί σου,
τα μαλλιά σου τυλιγμένα
στη γροθιά μου, στον καρπό μου,
έτσι θέλω να πεθαίνω παραβγαίνοντας μαζί σου.
Πως ανάβεις τους καημούς στον αναπτήρα,
κι ανατρέπεις την απόφαση που πήρα,
πως κυλάς από τα όρια του κόσμου
σαν σκιά, σαν μαχαιριά, σαν άνθρωπός μου.
Κι οι μικρές αναπνοές σου
πυρκαγιές στο πρόσωπό μου,
το λαχάνιασμα του κόσμου στο κορμί σου,
τα μαλλιά σου τυλιγμένα
στη γροθιά μου, στον καρπό μου,
έτσι θέλω να πεθαίνω παραβγαίνοντας μαζί σου.
|
Pos me vrískis káti vrádia pu se thélo
ke mazí su ksimeróno ki anatéllo,
pos tis níchtes, ti foní tin kánis chádi
stu spitiu mu to tetrágono skotádi.
Ki i mikrés anapnoés su
pirkagiés sto prósopó mu,
to lachániasma tu kósmu sto kormí su,
ta malliá su tiligména
sti grothiá mu, ston karpó mu,
étsi thélo na petheno paravgenontas mazí su.
Pos anávis tus kaimus ston anaptíra,
ki anatrépis tin apófasi pu píra,
pos kilás apó ta ória tu kósmu
san skiá, san macheriá, san ánthropós mu.
Ki i mikrés anapnoés su
pirkagiés sto prósopó mu,
to lachániasma tu kósmu sto kormí su,
ta malliá su tiligména
sti grothiá mu, ston karpó mu,
étsi thélo na petheno paravgenontas mazí su.
|