Εμείς που μεγαλώσαμε με σάλτσα στο ψωμί
και ζάχαρη βρεγμένη, μονίμως πεινασμένοι.
Πιάσαμε τώρα την καλή, η ψάθα έγινε χαλί
και οι φίλοι είναι ξένοι, τίποτε δε μας δένει,
τίποτε δε μας μένει.
Ευτυχώς ή δυστυχώς ο άνθρωπος ξεχνάει
κι απ’ τη φύση δυνατός πάντα μπροστά κοιτάει,
μα σαν γυρίζει το μυαλό σε χρόνους περασμένους,
θυμάμαι ανθρώπους πιο απλούς και πιο ευτυχισμένους,
ευτυχισμένους.
Εμείς που μεγαλώσαμε με λάδι στο ψωμί
και ρίγανη κι αλάτι και πάντα ορεξάτοι.
Φτάσαμε σ’ ένα καθεστώς που ο καθένας είναι αστός
και μένει σε παλάτι κι όλο του λείπει κάτι,
κι όλο του λείπει κάτι.
Ευτυχώς ή δυστυχώς ο άνθρωπος ξεχνάει
κι απ’ τη φύση δυνατός πάντα μπροστά κοιτάει,
μα σαν γυρίζει το μυαλό σε χρόνους περασμένους,
θυμάμαι ανθρώπους πιο απλούς και πιο ευτυχισμένους,
ευτυχισμένους.
|
Emis pu megalósame me sáltsa sto psomí
ke záchari vregméni, monímos pinasméni.
Piásame tóra tin kalí, i psátha égine chalí
ke i fíli ine kséni, típote de mas déni,
típote de mas méni.
Eftichós í distichós o ánthropos ksechnái
ki ap’ ti físi dinatós pánta brostá kitái,
ma san girízi to mialó se chrónus perasménus,
thimáme anthrópus pio aplus ke pio eftichisménus,
eftichisménus.
Emis pu megalósame me ládi sto psomí
ke rígani ki aláti ke pánta oreksáti.
Ftásame s’ éna kathestós pu o kathénas ine astós
ke méni se paláti ki ólo tu lipi káti,
ki ólo tu lipi káti.
Eftichós í distichós o ánthropos ksechnái
ki ap’ ti físi dinatós pánta brostá kitái,
ma san girízi to mialó se chrónus perasménus,
thimáme anthrópus pio aplus ke pio eftichisménus,
eftichisménus.
|