Δίπλα, σε κάποια απόσταση, η μοτοσικλέτα
έγειρε το τρομερό θεριό, βογγάει, θαρρείς για σένα
με τα γκάζια κολλημένα κι ήχο φοβερό
μα εσύ μόλις που τ’ ακούς, κι ήρεμα κοιτάς τον ουρανό.
Με φτερά στα πόδια και ελευθερία με τα κυβικά
κοίτα το τζιτζί μου πως τραβάει, κοίτα το θαρρείς πετάει
τώρα όλη η ζωή σου ένα φιλμ τρελό
οι εικόνες κι οι φωνές, Θεέ μου, δεν μπορώ να κουνηθώ.
Το κορίτσι που χαμογελά καθώς απομακρύνεσαι
πάνω σου σκυμμένο ψιθυρίζει «κράτα, μην αφήνεσαι»
το παιδί στο βενζινάδικο σου ‘δωσε μια ευχή
δεν μπορεί να πάει χαράμι, δεν μπορεί, θα βγει αληθινή.
|
Dípla, se kápia apóstasi, i motosikléta
égire to tromeró therió, vongái, tharris gia séna
me ta gkázia kolliména ki ícho foveró
ma esí mólis pu t’ akus, ki írema kitás ton uranó.
Me fterá sta pódia ke elefthería me ta kiviká
kita to tzitzí mu pos travái, kita to tharris petái
tóra óli i zoí su éna film treló
i ikónes ki i fonés, Theé mu, den boró na kunithó.
To korítsi pu chamogelá kathós apomakrínese
páno su skimméno psithirízi «kráta, min afínese»
to pedí sto venzinádiko su ‘dose mia efchí
den bori na pái charámi, den bori, tha vgi alithiní.
|